Γυναίκες στην Ουγγαρία ψηφίζουν στο περιβόητο δημοψήφισμα κατά των προσφύγων στις 2 Οκτωβρίου | REUTERS/Bernadett Szabo
Απόψεις

Η άμεση δημοκρατία «ξαναχτυπά»

Τα τελευταία χρόνια τα δημοψηφίσματα είναι το αγαπημένο αίτημα των λαϊκιστών ηγετών σε όλο τον κόσμο, αλλά αντί να λύνουν προβλήματα δημιουργούν νέα
Νίνα Χρούστσεβα

Για άλλη μια φορά, ένα δημοψήφισμα έχει κάνει μια χώρα άνω-κάτω. Τον Ιούνιο οι βρετανοί ψηφοφόροι αποφάσισαν να βγάλουν τη χώρα τους από την Ευρωπαϊκή Ενωση· πρόσφατα, μια ισχνή πλειοψηφία Κολομβιανών απέρριψαν την ειρηνευτική συμφωνία με τις Επαναστατικές Ενοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC). Οι Κολομβιανοί έκαναν ένα άλμα στο σκοτάδι – και ίσως ένα άλμα πίσω στη βίαιη άβυσσο ενός ατελείωτου πολέμου.

Αναμφίβολα οι λαϊκιστές όπου Γης  γιορτάζουν το αποτέλεσμα σαν άλλη μία ξεκάθαρη αποδοκιμασία για τις εγωιστικές ελίτ που έχουν «στήσει» τις κυβερνήσεις τους απέναντι στον λαό. Και οι άνθρωποι, λένε, θα πρέπει να έχουν μιαν απευθείας φωνή στις σημαντικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους – προφανώς ακόμα και τις αποφάσεις για τον πόλεμο και την ειρήνη.

Αλλά, αν πραγματικά υπάρχει ένα «έλλειμμα δημοκρατίας», όπως ισχυρίζονται οι λαϊκιστές, δεν το θεραπεύει η αυξημένη χρήση των δημοψηφισμάτων. Αντίθετα, τα δημοψηφίσματα έχουν την τάση να κάνουν τα πράγματα πολύ χειρότερα και μπορούν να υπονομεύσουν την ίδια τη δημοκρατία. Πρόκειται για μια παλιά ιστορία: για παράδειγμα, ο Ναπολέων Γ΄, ο οποίος είχε εκλεγεί πρόεδρος, χρησιμοποίησε μια τέτοια ψηφοφορία για να παλινορθώσει τον αυτοκρατορικό τίτλο που είχε ο θείος του, ο Ναπολέων Βοναπάρτης.

Μετά την άνοδο του φασισμού και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο φάνηκε να αναγνωρίζουν ότι τα δημοψηφίσματα, συνταγματικά και άλλα, είναι οι υπηρέτες των δυναστών που επιδιώκουν να συγκεντρώσουν στα χέρια τους την εξουσία. Ο Αδόλφος Χίτλερ χρησιμοποίησε τα δημοψηφίσματα στη Σουδητία και στην Αυστρία για να εδραιώσει το Τρίτο Ράιχ. Μετά τον Χίτλερ, ο Ιωσήφ Στάλιν χρησιμοποίησε δημοψηφίσματα για να εντάξει την Ανατολική Ευρώπη στο σοβιετικό μπλοκ.

Πιο πρόσφατα, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προκήρυξε με συνοπτικές διαδικασίες δημοψήφισμα στην Κριμαία το οποίο υποτίθεται ότι δικαιολόγησε την προσάρτηση της στη Ρωσία. Ακολουθώντας την παράδοση του Ναπολέοντα Γ΄, του  Χίτλερ και του Στάλιν, χρησιμοποίησε την άμεση δημοκρατία για να ικανοποιήσει δικτατορικούς σκοπούς.

Τα δημοψηφίσματα και οι λαϊκιστές πολιτικοί

Βέβαια, δεν ήταν όλα τα πρόσφατα δημοψηφίσματα όργανα μιας δικτατορικής εξουσίας. Η καμπάνια ωστόσο υπέρ του «Leave» στη Βρετανία επέδειξε ένα επίπεδο ψευδολογίας και παραπλάνησης αντάξιο των δικτατόρων της δεκαετίας του 1930, όπως επέδειξε και κατά το δημοψήφισμα στην Ολλανδία τον Απρίλιο η πλευρά που ήταν αντίθετη με την έγκριση της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου και σύνδεσης ΕΕ-Ουκρανίας.

Στη Βρετανία, ο  Μπόρις Τζόνσον με κυνικό τρόπο έπαιξε ηγετικό ρόλο στην εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ, σκοπεύοντας στην αποχώρηση του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον και δυνητικά στην αντικατάστασή του από τον ίδιο. Ωστόσο, όταν παραιτήθηκε ο Κάμερον τον Ιούλιο, οι συνοδοιπόροι του υπέρ του Brexit πρόδωσαν τον Τζόνσον, οπότε έπρεπε να συμβιβαστεί και να γίνει υπουργός Εξωτερικών στη νέα κυβέρνηση της Τερέζα Μέι.

Στην περίπτωση της Ολλανδίας, οι ευρωσκεπτικιστές, οι οποίοι επιδιώκουν να ανοίξουν ένα χάσμα ανάμεσα στη χώρα και την ΕΕ, εκμεταλλεύτηκαν το 2014 την τραγωδία της πτήσης 17 των Μαλαισιανών Αερογραμμών, η οποία αναχώρησε από το Αμστερνταμ και καταρρίφθηκε πάνω από την Ουκρανία από αυτονομιστές που υποστηρίζονται από τη Ρωσία. Αυτή η εκμετάλλευση άφησε ένα βαθύ τραύμα στον ψυχισμό των Ολλανδών.

Τα δημοψηφίσματα στη Βρετανία, στην Ολλανδία και στην Κολομβία απαιτούσαν την απλοποίηση σύνθετων ζητημάτων, πράγμα το οποίο είναι το δυνατό σημείο των λαϊκιστών ηγετών. Στην Ολλανδία, οι ψηφοφόροι κλήθηκαν να εγκρίνουν ή να απορρίψουν μια συμφωνία που ξεπερνά τις 2.000 σελίδες, την οποία σίγουρα είχαν διαβάσει όχι περισσότεροι από μια χούφτα ψηφοφόροι. Αντίθετα, οι περισσότεροι βασίστηκαν στον ετοιμόλογο λαϊκιστή ηγέτη Γκέρτ Βίλντερς που έδωσε μια όχι και τόσο ειλικρινή αποτίμηση του θέματος.

Κατά παρόμοιο τρόπο, το δημοψήφισμα για το Brexit έθετε μια ερώτηση με τόσες πολλές επιπτώσεις που κανένας ψηφοφόρος δεν θα μπορούσε να τις έχει όλες υπόψη. Στο δημοψήφισμα στη Κολομβία, οι ψηφοφόροι θα χρειάζονταν βαθιά κατανόηση της διαδικασίας αλήθειας και συμφιλίωσης και της μετά το απαρτχάιντ ιστορίας στη μακρινή (για αυτούς) Νότια Αφρική, για να αξιολογήσουν σωστά την ειρηνευτική συμφωνία.

Οι αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις δημιουργήθηκαν για να διαχειρίζονται αυτά τα περίπλοκα ζητήματα. Ψηφίζουμε για αντιπροσώπους – είτε μεμονωμένους είτε ως μέλη ενός πολιτικού κόμματος με μια σχετικά προβλέψιμη πλατφόρμα – για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ των δημόσιων πολιτικών που υποστηρίζουμε. Αλλά, κατά την γνωστή επισήμανση του ιρλανδού πολιτικού του 18ου αιώνα Εντμουντ Μπερκ: «Ο αντιπρόσωπός σας σάς οφείλει, όχι μόνο την αποφασιστικότητά του, αλλά και την κρίση του και σας προδίδει, αντί να σας υπηρετεί, αν τη θυσιάζει για χάρη της γνώμης σας».

Οι λαϊκιστικές εκστρατείες στα μεγάλα δημοψηφίσματα που έγιναν φέτος διέφεραν σε σημαντικές πτυχές. Για παράδειγμα, οι αντίπαλοι της ειρηνευτικής συμφωνίας στην Κολομβία επικαλέστηκαν τους παγκόσμιους κανόνες της δικαιοσύνης για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τον στρατό και τις FARC και όχι την εθνική εξαίρεση, όπως στη Βρετανία και την Ολλανδία. Ωστόσο, το κίνητρο που είχαν όλοι ήταν η επιθυμία να υπονομεύσουν τις κυβερνήσεις και τους θεσμούς στους οποίους ήταν αντίθετοι. Ολοι δε ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν την παράδοση των δικτατόρων και να καταφύγουν στη σπίλωση, την διαστροφή της αλήθειας και τους υπερβολικούς ισχυρισμούς.

Συμβιβασμοί και ευθύνες

Στον πραγματικό κόσμο, οι βρόμικοι συμβιβασμοί είναι ένα δεδομένο της δημοκρατικής ζωής· το μόνο πράγμα πιο βρόμικο από μια ειρήνη που προέκυψε από διαπραγμάτευση είναι ο ίδιος ο πόλεμος. Από τη στιγμή που οι συμβιβασμοί δεν παραβιάζουν τα ατομικά δικαιώματα, οι πολίτες στις δημοκρατίες τους αποδέχονται σαν αναγκαίους για χάρη μιας διακυβέρνησης που λειτουργεί. Οταν απομειώνουμε μια ειρηνευτική συμφωνία, μια συνθήκη για το εμπόριο ή την συμμετοχή στην ΕΕ σε μία μόνο φράση ή μια ατάκα, η αυθεντική δημοκρατική συζήτηση δίνει τη θέση της στον πολιτικό θόρυβο αυτών που θέλουν εξαιρέσεις, στις συναλλαγές και τις συμφωνίες κάτω από το τραπέζι.

Πράγματι, βρισκόμαστε σε μιαν ιδιαίτερα κακή εποχή για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων, γιατί ένα αίσθημα δυσφορίας για τη δημοκρατία έχει καταβάλει πολλές χώρες μετά την οικονομική κρίση του 2008. Στην ΕΕ οι πολιτικοί της κεντρικής σκηνής πρέπει να αποδεχθούν κάποια ευθύνη για το ότι σκόπιμα κατηγορούν τις «Βρυξέλλες» για κάθε πρόβλημα ή ότι συσκοτίζουν την αλήθεια για το τι πραγματικά σημαίνουν οι συμφωνίες με τις γειτονικές χώρες για ένταξη ή σύνδεση με την ΕΕ. Οι ίδιοι, ως ένα βαθμό, άνοιξαν τον δρόμο για τους λαϊκιστές δημαγωγούς που τώρα ανατρέπουν τη λογική επιχειρηματολογία με θυμωμένες, τοπικιστικές εκκλήσεις.

Δύσκολα θα σύστηνε κανένας την δημοψηφισματική διακυβέρνηση. Στις δεκαετίες από τότε που η Καλιφόρνια εισήγαγε τις πολιτειακές «πρωτοβουλίες για ψηφοφορία», τις οποίες μπορεί να προτείνει κάθε ψηφοφόρος και απαιτούν απλή πλειοψηφία για να περάσουν, η πολιτεία έγινε ουσιαστικά ακυβέρνητη. Ο νυν κυβερνήτης της  Τζέρι Μπράουν διέθεσε τα τελευταία οκτώ χρόνια για να καθαρίσει το δημοσιονομικό χάος που δημιούργησαν οι ψηφοφόροι της πολιτείας το 1978, όταν πέρασαν την Πρόταση 13 η οποία μείωνε τους φόρους ιδιοκτησίας κατά 57%.

Η Ευρώπη θα μπορούσε σύντομα να γίνει τόσο δυσλειτουργική όσο η Καλιφόρνια. Τον Οκτώβριο ο όλο και αυταρχικότερος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν διεξήγαγε δημοψήφισμα για να αντιταχθεί στη μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ. Εάν περισσότερες χώρες της ΕΕ καταφύγουν σε τέτοιες πρωτοβουλίες, η ολοκλήρωση της Ευρώπης θα μπορούσε να αναστραφεί. Για να καταλάβει κανένας πού μπορεί να οδηγήσει η άμεση δημοκρατία, πρέπει μόνο να ακούσει τους πολιτικούς που καλούν σε δημοψηφίσματα.

© The Project Syndicate


* Η Νίνα Χρούστσεβα είναι δισεγγονή του πρώην ηγέτη της ΕΣΣΔ Νικίτα Χρουστσόφ. Ζει στις ΗΠΑ όπου διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο πανεπιστήμιο New School της Νέας Υόρκης. Είναι επίσης στέλεχος του ινστιτούτου World Policy