Υπάρχουν πολλά ανέκδοτα για ευσεβείς χριστιανούς που ζουν μέσα στην αμαρτία. Και μερικά για ζωηρά κορίτσια που γεύτηκαν τις χαρές της σάρκας, διατηρώντας την αγνότητα τους. Ολα «κουμπώνουν» υπέροχα πάνω στον Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Ο υπουργός Οικονομικών είπε ότι ο προϋπολογισμός που κατέθεσε είναι άδικος. Ωστόσο, πρόσθεσε, η κυβέρνηση αποφάσισε να μην πάει σε εκλογές, συνεπώς οφείλει να τον εκτελέσει. Μας έκοψε στο καλύτερο, εκεί που επρόκειτο να εξηγήσει για ποιο λόγο η κυβέρνηση επιλέγει την αδικία αντί των εκλογών. Δεν χρειάζεται, είναι αυτονόητο. Καλύτερα να βλέπεις την αδικία μέσα από τα τζάμια του υπουργείου, παρά από το σπίτι σου. Αυτό, ειδικά ο Τσακαλώτος, το έχει κάνει ιδεολογία: με το ένα χέρι υπογράφει μέτρα και με το άλλο τις ανακοινώσεις των «53» που ανησυχούν επειδή το κυβερνητικό έργο μπατάρει προς τα δεξιά. Επίσης θα είναι βολικό στο μέλλον: «εγώ κύριε Παπαδάκη υπουργός ήμουν και έλεγα ότι αυτή η πολιτική είναι άδικη».
Ομως πια έχει καταντήσει γελοίο. Η βασική διαφορά ανάμεσα στον Τσακαλώτο, τον Στουρνάρα, τον Χαρδούβελη και τον Βενιζέλο, είναι ότι ο Τσακαλώτος δηλώνει πως κατέθεσε έναν άδικο προϋπολογισμό και λυπάται για αυτό. Λες και οι προηγούμενοι το απολάμβαναν. Ως επιχείρημα το ακούς καμιά φορά στην πρωινή ζώνη. Ειδικά αν πέσεις πάνω σε καμιά Αυλωνίτου το πετάει στο πρώτο πεντάλεπτο: «η διαφορά με τους προηγούμενους, κύριε Οικονόμου, είναι ότι εκείνοι πίστευαν σε αυτήν την πολιτική, ενώ εμείς όχι».
Εδώ ανατέλλει μία αντίφαση. Αν εφαρμόζουν μία πολιτική που δεν πιστεύουν, τότε πώς πανηγυρίζουν για καλύτερες μέρες και έξοδο από την κρίση; Διότι αν ισχύει αυτό, τότε η πολιτική που οι ίδιοι δεν πιστεύουν, είναι αποτελεσματική.
Αν αφαιρέσεις την εξοντωτική φορολόγηση, τότε λες ότι Αλέξης και Ευκλείδης μεγάλωσαν στα γόνατα της μακαρίτισσας της Θάτσερ. Δεσμεύονται για την εκτέλεση ενός τεράστιου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και την απελευθέρωση αγορών, περικόπτοντας δαπάνες πρόνοιας. Μαρξιστές που κυβερνούν, περίπου, ως σκληροί φιλελεύθεροι, καταγγέλλοντας την πολιτική που εφαρμόζουν. Και όχι, δεν έχουν αναστολές όταν παίζουν το έργο στο κοινό. Γιατί και ο κόσμος, αυτό θέλει να ακούσει.