Είναι το 2022 η χρονιά της ελληνικής Κεντροαριστεράς; Αν σκεφτούμε τι πέρασε το ΠΑΣΟΚ όχι δέκα χρόνια τώρα, αλλά μόνο το τελευταίο τρίμηνο, η επιτυχημένη δημοσκοπική πορεία μπορεί να θεωρηθεί και ανταμοιβή. Το κόμμα-συνώνυμο μιας ολόκληρης εποχής απέδειξε πως, για καλό ή για κακό, το συναίσθημα τού ταιριάζει πιο πολύ από την realpolitik –και το συναίσθημα των περασμένων μηνών είχε ονοματεπώνυμο. Η δημοσιοποίηση της κατάστασης της υγείας της Φώφης Γεννηματά, της γυναίκας που σήκωσε στην πλάτη της το γιγάντιο βάρος μιας παράταξης που προσπαθούσε να βρει τον παλιό της βηματισμό και κατάφερε να την στήσει στα πόδια της, έφερε τα πάντα τούμπα. Στο τέλος, το σοκ από την απώλειά της έφερε τεκτονικές αλλαγές στο κεντροαριστερό τοπίο. Είχαν κι αυτές μέσα τους συναίσθημα: η ανάγκη για ανανέωση εκφράστηκε τελικά με ηλικιακά κριτήρια, με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, και τους «πράσινους» ψηφοφόρους να δηλώνουν πια ξεκάθαρα πως η νέα εποχή δεν επιτρέπεται να περιέχει παλιές κόντρες.
Η σπρωξιά προς το μέλλον δόθηκε. Είναι τόσο ισχυρή που, ακόμα κι όλα λάθος να τα κάνει ο νέος πρόεδρος, θα τον οδηγήσει στις κάλπες της απλής αναλογικής με μια δυναμική που το ΠΑΣΟΚ δεν έχει δει την τελευταία δεκαετία. Το διψήφιο ποσοστό, που τόσα χρόνια κυνηγά, σήμερα πιο πολύ από ποτέ μοιάζει όχι μόνο απολύτως αναγκαίο, αλλά και απολύτως εφικτό. Σε αυτό συμβάλλει η λιμνάζουσα κατάσταση στον αντιπολιτευτικό χώρο και, κυρίως, ο δισταγμός του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει τον ρόλο που του αρμόζει ως αξιωματική αντιπολίτευση στην μετά-τα-μνημόνια εποχή. Δεν θα πετύχαινε όμως χωρίς την συγκυρία: η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ψάχνει νέους δρόμους στο πανδημικό τοπίο και, στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ φιλοδοξεί να αρπάξει από τα μαλλιά την δεύτερη ευκαιρία του.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι προχωράει στα τυφλά -κανείς δεν ξέρει ποια είναι ακριβώς η συνταγή της επιτυχίας. Ο δρόμος της «προγραμματικής, υπεύθυνης αντιπολίτευσης» έχει απώτερο στόχο την αμφίπλευρη διεύρυνση, με επιστροφές ψηφοφόρων τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τη ΝΔ. Δεν είναι δεδομένο, ωστόσο, πως θα καταφέρει να ρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ κάτω από το 25%, μιας και οι ψηφοφόροι αυτού του πιο στενού, συσπειρωμένου πυρήνα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν εκπαιδευτεί στην οπτική της Κουμουνδούρου, στο ύφος και τον λαϊκισμό του Αλέξη Τσίπρα. Από την άλλη, η υπεύθυνη στάση ταίριαζε και ταιριάζει στο ΠΑΣΟΚ. Είναι σχεδόν μονόδρομος, για να φτιαχτεί μια νέα εναλλακτική προοδευτική πρόταση απέναντι στη ΝΔ. Δεύτερο στοίχημα: να καταφέρει να «κλέψει» κεντροαριστερούς ψηφοφόρους από την κυβέρνηση -όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στην πράξη.
Γνωρίζοντας πως το πρώτο παιχνίδι θα παιχτεί αναπόφευκτα «εντός κεντροαριστερής πολυκατοικίας», ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζει ως πρώτο στόχο την μη ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ –κι αν αυτό σημαίνει πως το ΠΑΣΟΚ θα κερδίσει κάποιο έδαφος, τότε το πρόβλημα μοιάζει ακόμα μικρό για την κυβέρνηση (σωστά ή λάθος, θα φανεί εκ του αποτελέσματος). Στην πραγματικότητα, η μάχη που δίνεται τώρα στην Κεντροαριστερά θα κριθεί μετά την απλή αναλογική: ο χειρισμός της Χαριλάου Τρικούπη όσον αφορά την πίεση που θα υπάρξει για πιθανές συνεργασίες, το ύφος της αντιπαράθεσης, αλλά και η πορεία της οικονομίας και της πανδημίας ως τότε θα διαμορφώσει το κλίμα για την δεύτερη Κυριακή -που θεωρείται, για όλους τους μεγάλους παίκτες του κοινοβουλίου, ως η μητέρα των μαχών, καθώς ακόμα και ο «βελτιωμένος» πλειοψηφικός εκλογικός νόμος δεν παρέχει στο πρώτο κόμμα το άνετο «μαξιλάρι» του μπόνους των 50 εδρών.
Στην πραγματικότητα, το 2022 είναι για την ελληνική Κεντροαριστερά η στιγμή στην ιστορία που βρίσκεται ξανά με όπλα στα χέρια της. Αν καταφέρει να τα χρησιμοποιήσει σωστά, θα επιβεβαιώσει τους αναλυτές που εκτιμούν πως η πολιτική παρένθεση των τελευταίων δέκα ετών λαμβάνει τέλος με την προοπτική αποκατάστασης του ελληνικού δικομματισμού στην «κανονική» του κατάσταση. Αν όχι, το ΠΑΣΟΚ θα χάσει μια μεγάλη ευκαιρία να θεωρηθεί ξανά κόμμα εξουσίας -και παρότι έχει αποδειχθεί εφτάψυχο, δεν έχει την πολυτέλεια να την πετάξει στα σκουπίδια.