Αμέτρητοι έσπευσαν στην παραλία για να βρουν καταφύγιο. Η επιχείρηση διάσωσης όμως ξεκίνησε αργά | Facebook/Nikos Kalogerikos
Απόψεις

Η ελληνική Δουνκέρκη

Αν το ελληνικό αντίστοιχο της εμβληματικής εκκένωσης των γαλλικών ακτών, είναι το Κόκκινο Λιμανάκι με τους εκατοντάδες εγκλωβισμένους από την πυρκαγιά, η επιχείρηση διάσωσης ξεκίνησε από ιδιώτες – και όχι από τους αρμόδιους που φορούσαν τη μάσκα του προβληματισμένου μπροστά στις κάμερες
Αστερόπη Λαζαρίδου

Το πρωί της Δευτέρας 23 Ιουλίου 2018 η κύρια είδηση ήταν ότι τα νησιά είναι απαγορευτικά για διακοπές στους Ελληνες λόγω των πολύ υψηλών τιμών. Ως το βράδυ, περιοχές όπως η Κινέτα, η Ραφήνα, ο Νέος Βουτζάς και το Μάτι, εκεί όπου παραδοσιακά οι Ελληνες είχαν τα όχι και τόσο εξωτικά εξοχικά τους και στα οποία φιλοξενούσαν φίλους και γνωστούς κάθε καλοκαίρι, έγιναν κι αυτά απροσπέλαστα, για άλλους λόγους, πολύ πιο επώδυνους από την οικονομική κρίση.

Σε αυτή τη χώρα, ή θα πνιγόμαστε ή θα καιγόμαστε. Πότε επιτέλους θα μάθουμε να πετάμε;

Πέρυσι το καλοκαίρι είδα στο σινεμά την ταινία «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν. Αναρωτήθηκα με ποιο σκεπτικό έβγαινε στις αίθουσες μία πολεμική ταινία μέσα στο καλοκαίρι. Εναν χρόνο μετά, όλα δυστυχώς βγάζουν νόημα. Από εκείνη την πολεμική ταινία, την «αγορίστικη» όπως συνηθίζω να χαρακτηρίζω όσες έχουν να κάνουν με μάχες και όπλα, αυτό που μου έμεινε περισσότερο, είναι ο συγκλονιστικός της ήχος.

Τα γερμανικά μαχητικά αεροσκάφη περνούσαν πάνω από τα κεφάλια των βέλγων, βρετανών και γάλλων συμμάχων κατά τη διάρκεια μίας εφιαλτικής σελίδας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάθε φορά που τα άκουγα ανατρίχιαζα, ήταν σα να βρίσκομαι κι εγώ κάπου εκεί, ως άμαχος και φοβισμένος πληθυσμός. Κάτι τέτοιες στιγμές, μπαίνεις στη θέση του άλλου, αναρωτιέσαι τι θα έκανες, πώς θα ένιωθες αν τα ζούσες κι εσύ όλα αυτά ως κεντρικός ήρωας και όχι ως βουβός θεατής. Αυτή είναι άλλωστε και η μαγεία του σινεμά.

Και κάπως έτσι, ένα κομμάτι της Ελλάδας που δεν κατάφερε να μπει ποτέ στις ιλουστρασιόν σελίδες κάποιου τουριστικού οδηγού, έγινε γνωστό παγκοσμίως για όλους τους λάθος λόγους.

Ολο το βράδυ, μία φωτιά εκτός ελέγχου. Φράσεις κλισέ όπως «βιβλική καταστροφή, εικόνες Αποκάλυψης, άνιση μάχη με τις φλόγες, πύρινη λαίλαπα» ξαφνικά έβγαζαν νόημα, σα να μην μπορούσες να πεις τα πράγματα αλλιώς. Ο Τσίπρας βγήκε και μίλησε για «ασύμμετρο φαινόμενο». Τι είναι πάλι αυτό; Ποιος έχει το μυαλό στη γεωμετρία κάτι τέτοιες ώρες;

Ενας άνδρας με πολύ ψύχραιμη φωνή πήρε τηλέφωνο στον ΣΚΑΙ γύρω στις 12.30 το βράδυ και είπε: «Εχω μπροστά μου μία εβδομηντάχρονη νεκρή γυναίκα. Εχω καλέσει εδώ και μιάμιση ώρα το ΕΚΑΒ αλλά δεν έχει έρθει. Ξέρω ότι προέχουν άλλα πράγματα, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν γυρίζει πίσω, αλλά πρέπει να σεβόμαστε και τους νεκρούς». Η τραγωδία, που είναι τόσο έμφυτη στον Ελληνα, αυτό το βράδυ είχε κάτι από «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, που θέλει να θάψει και να θρηνήσει τον νεκρό αδερφό της και δεν μπορεί.

Μία άλλη ψύχραιμη φωνή ήταν εκείνη του καπετάνιου ενός επιβατικού πλοίου, ο οποίος επιστρέφοντας από την Τήνο στη Ραφήνα, έπλεε με ελάχιστη ταχύτητα, περισυλλέγοντας από τη θάλασσα ανθρώπους που είχαν πέσει μέσα για να σωθούν από τη φωτιά που τους είχε εγκλωβίσει στην ακτή. «Εχω μαζί μου περίπου είκοσι άτομα, τα έχω εδώ, στη γέφυρα» δήλωσε στον ΣΚΑΪ με σταθερή φωνή και ξαφνικά, ένιωθες για πρώτη φορά λίγη ασφάλεια.

Το Λιμενικό έκανε την εμφάνισή του αργότερα, όπως και τα πολεμικά του υπουργείου Αμυνας. Και το νυχτερινό στρογγυλό τραπέζι, με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό και όλους τους άλλους παράγοντες της κυβέρνησης να δείχνουν σκεφτικοί και να πίνουν πότε πότε λίγο από το εμφιαλωμένο νερό που είχαν μπροστά τους, δεν έπεισε κανέναν. Μέχρι να έρθει όμως η βοήθεια, πολλοί βούτηξαν στη θάλασσα. Και πνίγηκαν. Αν το Κόκκινο Λιμανάκι έμελλε να γίνει η ελληνική Δουνκέρκη με τους αμέτρητους εγκλωβισμένους από την πυρκαγιά να θυμίζουν τους εγκλωβισμένους φαντάρους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η επιχείρηση διάσωσης ξεκίνησε όχι από τους αρμόδιους που ψάχνονταν επί ώρες και φορούσαν το προσωπείο του προβληματισμένου μπροστά στις κάμερες, αλλά από ιδιώτες.

Οι εικόνες, αν και μεταφέρονταν προφορικά μέσα από ρεπόρτερ και αυτόπτες μάρτυρες, ήταν πιο γλαφυρές από ποτέ. Ζωάκια που έτρεχαν να σωθούν με φλεγόμενη γούνα, κόσμος που έψαχνε με φακούς μέσα σε καμμένα αυτοκίνητα μήπως βρει κάποιον δικό του άνθρωπο, νεκρό ή ζωντανό, άτομα που έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν θυμίζοντας τους πανικόβλητους Νεοϋρκέζους που έπεφταν στο κενό από τους φλεγόμενους Δίδυμους Πύργους, μία παρέα Δανών που βγήκε στα ανοιχτά με βάρκα γιατί δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, άλλοι εγκλωβισμένοι στον Ισθμό, η λέξη «καντηλάκια» για τις εστίες φωτιάς που δεν έλεγαν να σβήσουν και συνέχιζαν να καίνε σπίτια που πριν από λίγη ώρα μύριζαν αντηλιακό και φρεσκοκομμένο καρπούζι, ονόματα περιοχών όπως «Πανόραμα» και «Γαλήνη» που δεν μπορούν πια να δικαιολογήσουν τον ευοίωνο χαρακτηρισμό τους, κατακόκκινες φλόγες να «φωτίζουν» σπίτια λες και βλέπεις ταινία που έχει υπογράψει ένας πραγματικά ταλαντούχος διευθυντής φωτογραφίας.

Τα βλέπεις όλα αυτά καθισμένος στο σαλόνι σου και ξαφνικά πιάνεις τον εαυτό σου να σκηνοθετεί στο μυαλό του τη δική του επιχείρηση διάσωσης. Πού είναι το λουρί του σκύλου σου; Πού είναι η τσάντα με την ταυτότητα, το πορτοφόλι και το κινητό σου; Θα έχουμε πάντα την πολυτέλεια να φεύγουμε εγκαίρως; Αυτή η αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή μπορείς να γίνεις «αγνοούμενος» σε έναν κόσμο τόσο σκληρό και απρόβλεπτο, σε παγώνει. Κι ας είναι όλα τυλιγμένα μες στις φλόγες και μες στο κατακαλόκαιρο.

Η επόμενη μέρα, δεν έφερε μαζί της ένα «καλό ξημέρωμα» όπως εύχονται πάντα οι παλιοί. Πόση δύναμη χρειάζεται να επιστρατεύσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι για να ξαναγεννηθούν από τις στάχτες τους; Και πόσο φόβο πρέπει να ένιωσαν εκείνοι που βρέθηκαν αγκαλιασμένοι και απανθρακωμένοι στο Μάτι, όπως εκείνοι που καλύφθηκαν κάποτε από την καυτή λάβα του Βεζούβιου. Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας, οι τελευταίες ώρες της Κινέτας, η πρώτη και τελευταία φορά που πέρασες με το αυτοκίνητο από το Μάτι και δεν κάθισες για μπάνιο γιατί δεν σου πολυάρεσε η παραλία. Τα διεθνή μέσα ανακάλυψαν ότι η Ελλάδα εκτός από θάλασσα έχει και δάση. Η Ελλάδα τι ακριβώς θα ανακαλύψει όταν ξαναβρεί τις αισθήσεις της και κληθεί να διαχειριστεί ακόμα ένα μετατραυματικό σοκ;

Η Δουνκέρκη συμβολίζει ένα Βατερλό της Ιστορίας, όμως όσοι σώθηκαν επέστρεψαν πίσω ως ήρωες και όχι ως ηττημένοι. Ολοι οι παγιδευμένοι εκεί, είχαν ένα και μόνο αίτημα: «Φέρτε μας στο σπίτι». Οπως όμως λέει και ο Κένεθ Μπράνα ως κυβερνήτης Μπόλτον: «Το ότι βλέπουμε από μακριά το σπίτι, δεν σημαίνει και ότι μπορούμε να φτάσουμε ως εκεί».