Ας αρχίσουμε με μια προσωπική μαρτυρία: τον Μάιο του 2000 δέχομαι ένα τηλεφώνημα από τον Γιώργο Κουρή. Δεν τον γνώριζα προσωπικά. Τον είχα δει, όπως και όλοι οι δημοσιογράφοι της εποχής, λίγες φορές σε συνεδριάσεις κυβερνητικών και κομματικών οργάνων του ΠΑΣΟΚ, όπου έφτανε πάντα οδηγώντας μια βέσπα: «Θέλω να τα πούμε».
Απορημένος τον ρώτησα «τι να πούμε;», αλλά δεν μου είπε.
«Θα σου πω από κοντά».
Το ραντεβού ορίστηκε σε ένα από τα κεντρικά ξενοδοχεία της πλατείας Συντάγματος, όπου έφτασε πάλι με τη βέσπα. Τον ρώτησα απορημένος: «Καλά, ολόκληρος μεγαλοεκδότης και κυκλοφορείς με μηχανάκι; Δεν φοβάσαι, είσαι και μεγάλος άνθρωπος…».
«Τι να φοβηθώ; Δεν έχω εχθρούς. Ολοι οι πολιτικοί, δεξιοί, ΠΑΣΟΚοι και αριστεροί με φοβούνται» μου απάντησε.
Συζητήσαμε κάμποση ώρα, δεν έχει σημασία τι μου πρότεινε. Από όσα μου είπε συγκράτησα κάτι που έχει σχέση με το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Κουρή. «Από μικρός έχω κάνει πολλές επιχειρηματικές δουλειές. Δεν έχω αποτύχει σε καμία. Είμαι ο μοναδικός που κατάφερα να “ρίξω” τον Μητσοτάκη! Στη δεκαετία του ’60 κάναμε μαζί μια δουλειά, τα χαλάσαμε και εκείνος βγήκε χαμένος»!
Οταν το ξανασκέφτηκα μετά από κάμποσα χρόνια, κατάλαβα πώς ο Κουρής, ένας επιχειρηματίας μακριά από την ελίτ της εποχής, είχε καταφέρει να κάνει μια αμύθητη περιουσία αγοράζοντας φθηνά και μετά πουλώντας πανάκριβα τηλεοπτικά κανάλια. Πέραν όσων είχε αποκομίσει από την «Αυριανή» τον καιρό της ακμής της, όταν σάρωνε τις κυκλοφορίες με πολύ μικρό κόστος, αφού συνήθως δεν ήταν συνεπής στις μισθολογικές και άλλες υποχρεώσεις του.
Τα τελευταία χρόνια, μετά το πλήγμα του καναλιού Alter, το κλείσιμο της «Αυριανής» και τη λυμφατική κυκλοφορία των νέων εντύπων του ήταν ένας ξεπεσμένος επιχειρηματικά εκδότης, ο οποίος προσπαθούσε να αποδείξει ότι διέθετε ακόμα πολιτική επιρροή.
Ομως, το αποτύπωμα που άφησε ο Κουρής τα τελευταία τριάντα χρόνια στον δημόσιο βίο και ειδικά στα μέσα ενημέρωσης έχει σχέση με το φαινόμενο του άκρατου και παντός καιρού λαϊκισμού, ο οποίος στην περίπτωσή του πολιτογραφήθηκε ως «αυριανισμός». Το «παντός καιρού» έχει ιδιαίτερη σημασία. Διότι η γενική εντύπωση που επικρατεί είναι ότι ο Κουρής ταυτίστηκε με το ΠΑΣΟΚ. Αυτό ισχύσει εν μέρει και μόνο για την πρώτη κυβερνητική περίοδό του.
Οι πολιτικές και μιντιακές κωλοτούμπες του μακαρίτη είναι περισσότερες και εμβληματικότερες από τις αντίστοιχες των πολιτικών. Κατά καιρούς υποστήριξε σχεδόν όλες τις κυβερνήσεις και μετά, αν δεν του έκαναν κάποια χατίρια, στρεφόταν εναντίον τους. Ορισμένα παραδείγματα είναι απλώς ενδεικτικά:
– Στις εκλογές του 1981 πανηγύρισε σαν προσωπική του επιτυχία τη νίκη του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου.
– Ομως, στην περίοδο του 1994 πρωτοστάτησε στην επίθεση εναντίον του, στρεφόμενος και προσωπικά εναντίον του Ανδρέα και της συζύγου του.
– Υποστήριξε στην αρχή τον Κώστα Σημίτη, αλλά αργότερα του επιτέθηκε με σφοδρότητα. Υπουργοί της εποχής μού είχαν πει ότι είχε ζητήσει από την κυβέρνηση κάτι «που δεν μπορούσε να γίνει».
– Παρασυρμένος από αυτό το (έκτοτε μόνιμο) «αντισημιτικό» μένος του, υποστήριξε και την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή.
– Υποστήριξε τον Αντώνη Σαμαρά το 2012.
– Αμέσως μετά υποστήριξε με πάθος τον Αλέξη Τσίπρα. Μέχρι τα στερνά του (εδώ)
Εδώ μερικά χαρακτηριστικά πρωτοσέλιδά του.
Ο λαϊκισμός αυτός, που καθιερώθηκε ως αυριανισμός, είχε μεγάλη επιρροή και στους πολιτικούς και στις λαϊκές μάζες. Ενδεικτική ήταν η σύγκρουση του Κουρή με τον Μάνο Χατζιδάκι, στη διάρκεια της οποίας ελάχιστοι πήραν το μέρος του συνθέτη. Ακόμη και πολιτικοί της Αριστεράς συντάχθηκαν με την «Αυριανή» (εδώ μια περιγραφή αυτής της σύγκρουσης).
Ο Γιώργος Κουρής για σχεδόν σαράντα χρόνια υπηρέτησε αυτό το είδος του μιντιακού λαϊκισμού που γνώριζε πολύ καλά. Πολιτικά ήταν παντός καιρού. Δεν ήταν δεξιός, κεντρώος ή αριστερός. Προσαρμοζόταν. Στην εποχή της ακμής του είχε και ανταγωνιστές, αλλά ήταν αναμφισβήτητα ο πατριάρχης του. Τα τελευταία χρόνια ο λαϊκισμός αυτού του είδους έχει υποχωρήσει. Εχει μεταφερθεί σε άλλα πεδία με άλλες μορφές.
Ο λαϊκισμός που καθιέρωσε ο μακαρίτης στον Τύπο είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά: τη συκοφαντία και την κολακεία, ανάλογα με την εποχή και τα πρόσωπα. Θα του ταίριαζε αυτή η ρήση του Διογένη του Κυνικού, όταν τον ρώτησαν ποιο από τα θηρία δαγκώνει περισσότερο: «Από τα άγρια ο συκοφάντης και από τα ήμερα ο κόλακας».