Πόσες κωμικές σειρές έχουν απομείνει στην ελληνική τηλεόραση; Τόσο λίγες, που μπορείς πλέον να τις μετρήσεις στα δάχτυλα του ενός χεριού σου. Την προηγούμενη δεκαετία, κατά την οποία η μυθοπλασία στη χώρα είχε μαραθεί υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης, δεν θα φαινόταν περίεργο. Τώρα, όμως, που η μικρή οθόνη μετράει δεκάδες σειρές κάθε χρόνο, η αναλογία δράματος – κωμωδίας βγάζει μάτι.
Πόσο πόνο μπορούμε να καταναλώσουμε; Πόσα εγκλήματα, βιασμούς, βάσανα και κατατρεγμένους ήρωες να αντέξουμε; Είτε μιλάμε για σύγχρονες σειρές είτε για σειρές εποχής (και εδώ η αναλογία στην τηλεόραση είναι προβληματική), το θέαμα είναι μόνιμα προσανατολισμένο στην πίκρα. Ανοίγεις την τηλεόραση και είναι σαν να σου φωνάζουν: Θλίψου! Κλάψε! Συγκινήσου!
Οι κωμικές σειρές έχουν εκλείψει και τελευταία αναρωτιούνται όλοι γιατί. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η εξαφάνισή τους ήταν αναπόφευκτη, σε μια τηλεόραση που αντιλαμβάνεται την κωμωδία σαν ένα ανάλαφρο και ανώδυνο θέαμα – τόσο ανώδυνο, που στην πράξη καταντά συχνά χαζοχαρούμενο. Και προτιμά να επενδύει στο δράμα, γιατί είναι λιγότερο ριψοκίνδυνο, αλλά και επειδή δεν έχει τη σκληρή προσδοκία που κάνει μια κωμική σειρά πετυχημένη. Ο θεατής πρέπει να γελάσει με το περιεχόμενο της. Αν δεν γελάσει, έφυγε.
Το τηλεοπτικό παρελθόν βρίθει χλιαρών κωμωδιών που μπήκαν στο πρόγραμμα επειδή ακριβώς ήταν χλιαρές αλλά κανείς δεν τις θυμάται, γιατί κανέναν δεν έπειθαν. Οι εξαιρέσεις που κράτησαν το κοινό είναι ελάχιστες και προέρχονται από σεναριακές πένες που έχουν το ταλέντο να φτιάχνουν κωμωδία στα μέτρα της κωμικοφοβικής ελληνικής τηλεόρασης, υπό το βάρος των «πρέπει» και των «μη» της.
Σύμφωνα με τα «πρέπει» της τηλεοπτικής κωμωδίας, η σάτιρα ευαίσθητων θεμάτων αποφεύγεται όπως αποφεύγει ο διάβολος το λιβάνι, ενώ η πολιτική ορθότητα δεν επιτρέπει στην αλήθεια των καταστάσεων να βγει σε όλο το κωμικό μεγαλείο της, σε ήρωες, ατάκες και συνθήκες. Η θρησκεία, η πατρίδα, η παράδοση, οι σεξουαλικές νευρώσεις και τα φετίχ είναι μερικά παραδείγματα που αποτελούν κόκκινο πανί και είθισται να μη γίνεται χιούμορ με αυτά για να μην προσβληθούν, ταραχθούν, σκανδαλιστούν κάποιοι.
Αυτές τις μέρες, η κωμική σειρά του Alpha «Φόνοι στο καμπαναριό» δέχεται πυρά για το περιεχόμενό της. Η ιστορία της εκτυλίσσεται σε ένα μοναστήρι, όπου οι μοναχές ανακαλύπτουν ένα πτώμα και η αστυνομία προσπαθεί να εξιχνιάσει την υπόθεση. Το σενάριο είναι πρωτότυπο, το χιούμορ δεν το λες ακριβώς αιχμηρό, αλλά η πλοκή τοποθετείται σκηνικά σε ένα πεδίο που θεωρείται ταμπού από το μέσο Ελληνα.
Υπήρξαν αντιδράσεις; Ασφαλώς. Το κόμμα Νίκη εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει ότι η σειρά προσβάλλει απρόκλητα και βλασφημεί τον Χριστό και τον μοναχισμό και ζητάει παρέμβαση από το ΕΣΡ. Αντίστοιχες αντιδράσεις εξέφρασε και η Εκκλησία, σχετικά με το μοναστήρι και για το αν είχε δοθεί άδεια γυρισμάτων εντός του. Στα κοινωνικά δίκτυα επίσης εμφανίστηκαν σχόλια, όπως: «Πολύ ωραία σειρά, αλλά με χαλάει που γυρίστηκε σε μοναστήρι» και «Επιτέλους μια κωμωδία, αλλά μην κάνουμε χιούμορ και με τον μοναχισμό».
Είναι παράδοξο, σκέφτεσαι, τη στιγμή που παρακολουθούμε μανιωδώς ξένες κωμικές σειρές σε πλατφόρμες, και εγκωμιάζουμε, για παράδειγμα, το «Seinfeld» και το «The Office», οι οποίες δεν περιορίζονται σε ηθικολογίες και πολιτικές ορθότητες, να είμαστε τόσο στριφνοί απέναντι στο κωμικό θέαμα που προβάλλεται από τη δική μας μικρή οθόνη.
Από την άλλη, βέβαια, το κοινό που έχει απομείνει να βλέπει τηλεόραση δεν είναι ο θεατής της πλατφόρμας και των πολλών επιλογών της, οι οποίες σου δίνουν ένα μέτρο σύγκρισης μεταξύ καλής και μέτριας μυθοπλασίας. Είναι ένας θεατής ηθικολόγος και συντηρητικός, ανεκπαίδευτος στο νέο και αγκυλωμένος στη σοβαροφάνεια.
Κάπως έτσι, η ελληνική τηλεόραση εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο. Αποφεύγει εκείνα που θα προσελκύσουν τους πολλούς τηλεθεατές του μέλλοντος, επειδή φοβάται μη χάσει τους λίγους τηλεθεατές του παρελθόντος. Η καλή κωμωδία και η σάτιρα είναι τα πρώτα θύματα αυτής της συνθήκης, και ας μην απορούμε που έχουν εξαφανιστεί από τον τηλεοπτικό χάρτη. Μια κωμωδία σε μοναστήρι προβλήθηκε και σε κάποιους σηκώθηκε η τρίχα.