Πριν από δέκα καλοκαίρια περίπου, δεν έβλεπες άλλο βιβλίο να διαβάζεται –κυρίως από τον γυναικείο πληθυσμό– στις παραλίες της Ελλάδας, από την πιο μοδάτη, μέχρι την πιο εναλλακτική. Το «Οταν έκλαψε ο Νίτσε» ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο. Ο τίτλος του το έκανε να ακούγεται βαρύ: δεν φτάνει που μιλούσε για τον Νίτσε, έπρεπε να κλαίει κι από πάνω;
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν καθόλου βαρύ βιβλίο. Ισα ίσα, σε αυτό το κατά κοινή ομολογία δημοφιλέστερο απ’ όλα όσα έχει γράψει ο ψυχοθεραπευτής Ιρβιν Γιάλομ, η διαδικασία της εσωτερικής αναζήτησης ερχόταν για πρώτη φορά τόσο ακομπλεξάριστα σε τόσα σπίτια –και σε τόσα εξοχικά και ενοικιαζόμενα δωμάτια– ταυτόχρονα.
Αν λοιπόν η Ελλάδα οφείλει ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Γιάλομ, είναι επειδή κατάφερε μέσα από τα μπεστ-σέλερ του να μετατρέψει την διαδικασία της ψυχοθεραπείας από ταμπού και στίγμα, σε αυτό που πραγματικά είναι: μια φυσιολογική ανάγκη. Μια ολόκληρη κοινωνία που επί χρόνια είχε συνδέσει την εξομολόγηση με έναν έμπιστο ιερέα και τον ψυχολόγο με βαριές, ανίατες και «μακριά από μας» ψυχικές ασθένειες, τώρα γύριζε σελίδα, και συχνά υπογράμμιζε πράγματα που διάβαζε και ξαναδιάβαζε στις έντυπες ιστορίες του Γιάλομ, που απλά, αλλά όχι απλοϊκά, μιλούσε για το πόσο αβάσταχτο αλλά και σπουδαίο είναι να είσαι άνθρωπος.
Το προσωπικό μου ταξίδι με την ψυχοθεραπεία ξεκίνησε το 2004, όταν αποφάσισα να επισκεφθώ έναν ψυχοθεραπευτή για να συζητήσω μαζί του επαναλαμβανόμενα λάθη που έκανα στη ζωή μου. Βρήκα κι εγώ την εποχή να ασχοληθώ με τα εσώψυχά μου: μέσα στη γενικότερη νιρβάνα του Euro και των Ολυμπιακών Αγώνων, κι ενώ η λάμψη από τα πυροτεχνήματα δεν είχε ακόμα κοπάσει, εγώ αποφάσισα να σκαλίσω τα σκοτάδια μου.
Οσοι από το φιλικό μου περιβάλλον άκουσαν ότι είχα ξεκινήσει τις συνεδρίες, με αντιμετώπισαν ξαφνικά σαν εξωγήινη-το στίγμα που λέγαμε. Λίγα χρόνια αργότερα, εκεί κοντά στο ξέσπασμα της κρίσης, το 2008, μου ζήτησαν το τηλέφωνο του «ειδικού» για να τον επισκεφθούν και οι ίδιοι.
Το κοινωνικό ταμπού λοιπόν, μετουσιώθηκε σε αναφαίρετη ανάγκη το 2008, όταν όλα έμοιαζαν να σκοτεινιάζουν γύρω μας και είχαν σκουπιστεί και τα τελευταία κονφετί από το μεγάλο πάρτι. Και πλέον, η ανάγκη, έχει δώσει τη θέση της στη μόδα. Φτάσαμε αισίως στο άλλο άκρο, στη δικτατορία του ψυχοθεραπευμένου. Δεν υπάρχει παρέα που να μην αντηχεί τις ατάκες που ακούει κεκλεισμένων των θυρών: «κάνεις τις προβολές σου» / «υποσυνείδητα το έκανες αυτό» / «έχεις σοβαρά θέματα με τη μάνα σου». Από εκεί που τρέμαμε τον ψυχολόγο και τον ψυχίατρο, τώρα συμπεριφερόμαστε στους γύρω μας λες και αποφοιτήσαμε με άριστα από μία σχολή για λίγους και εκλεκτούς.
Αυτά όμως είναι αποτελέσματα της υπερβολής, η οποία καραδοκεί πίσω από καθετί που αρχίζει να ασπάζεται η πλειοψηφία του κόσμου. Και είναι πάντα στο χέρι μας, αν θα αξιοποιήσουμε σωστά όσα παίρνουμε από την ψυχοθεραπεία, ή θα αρχίσουμε να την παπαγαλίζουμε δεξιά κι αριστερά για να κάνουμε τους «υγιείς» και τους «έξυπνους».
Στα πρώτα πάντως χρόνια της κρίσης, ο Γιάλομ, αρχικά μέσα από το «Οταν έκλαψε ο Νίτσε» και αργότερα και μέσα από άλλα βιβλία του που ανακαλύψαμε και αγαπήσαμε όπως «Ο δήμιος του έρωτα», έκανε το θαύμα του. Δεν είναι τυχαία η υποδοχή που του επιφύλασσε το ελληνικό κοινό κατά την πρώτη του επίσκεψη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο του προγράμματος Megaron Plus τον Μάρτιο του 2009.
Ημουν κι εγώ εκεί προκειμένου να καλύψω την διάλεξή του και παραλίγο να ποδοπατηθώ από τις ορδές των θαυμαστών -και κυρίως των θαυμαστριών του- που έσπευσαν να δουν και να ακούσουν από κοντά, κάποιον που όπως έλεγαν και ξαναέλεγαν, τους άλλαξε τη ζωή μέσα από τα βιβλία του. Σημειώνοντας ρεκόρ προσέλευσης εκείνη την ημέρα, το κοινό έφτασε τους 4.000. Ο ίδιος, αντικρύζοντας τόσους πολλούς ακροατές αστειεύτηκε λέγοντας «ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ο θάνατος είναι τόσο δημοφιλής» –η ομιλία του είχε να κάνει με αυτό ακριβώς, το πώς μπορούμε να ξορκίσουμε τον φόβο του θανάτου, συνειδητοποιώντας την ουσία της ίδιας της ζωής. Ο Γιάλομ είναι άλλωστε της υπαρξιακής σχολής και όσα απασχολούν την επιστήμη του περιστρέφονται γύρω από το δίπολο ζωή-θάνατος.
Το σημείο λοιπόν που αυτός ο χαρισματικός ψυχοθεραπευτής, γιος ρωσοεβραίων μεταναστών που γεννήθηκε το 1931 και μεγάλωσε σε μια εργατική συνοικία της Ουάσινγκτον άρχισε να γίνεται τόσο δημοφιλής στη χώρα μας, δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Η οικονομική κρίση είχε αρχίσει να δείχνει τα πρώτα απειλητικά της δόντια, τα προσωπεία ευτυχίας έπεφταν το ένα μετά το άλλο, όλοι ξαφνικά ψάχνονταν, τσαλακώνονταν, προσπαθούσαν να μάθουν περισσότερο τον εαυτό τους. Μία ενστικτώδης κίνηση αυτοσυντήρησης για τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Δύο εβδομάδες πριν από την περίφημη εκείνη διάλεξη που θύμιζε ροκ συναυλία με φανατικούς γκρούπις, είχα την τύχη να του κάνω τηλεφωνική συνέντευξη για το «Βήμα της Κυριακής». Είχαμε μόλις δεκαπέντε προκαθορισμένα λεπτά στη διάθεσή μας, όμως προλάβαμε να πούμε πολλά. Τον ρώτησα αν η ψυχοθεραπεία ήταν περισσότερο ανάγκη, ή μόδα: «Αν μιλάμε για τις ΗΠΑ, μιλάμε για μόδα. Αν αναφερόμαστε στον υπόλοιπο κόσμο, μιλάμε για ανάγκη. Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί προτιμούν να διαβάζουν βιβλία του τύπου “πώς θα γίνετε πλουσιότεροι”, παρά κάτι που μπορεί να τους βοηθήσει ουσιαστικά.
»Δεν μπορώ να πιστέψω στα αυτιά μου κάθε φορά που πληροφορούμαι για τις πωλήσεις των βιβλίων μου στη χώρα σας. Πουλάω πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, παρά στην Αμερική. Συγκριτικά με τον πληθυσμό σας, το ελληνικό κοινό είναι το μεγαλύτερο και το πιο πιστό που είχα ποτέ».
Μέσα από την αυτοβιογραφία του λοιπόν, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από το εκδοτικό του σπίτι στην Ελλάδα, τις εκδόσεις Αγρα σε μετάφραση Ευαγγελίας Ανδριτσάνου, ο Γιάλομ ανταποδίδει την τόση αγάπη που του έχει δώσει η Ελλάδα, αφιερώνοντάς της δύο κεφάλαια. Για τη χώρα που έχει τους πιο πιστούς και πολλούς αναγνώστες του, συγκριτικά με τον πληθυσμό της.
Σε εκείνη τη συνέντευξή μας, τον είχα ρωτήσει γεμάτη αγωνία για το αν πιστεύει ότι μας περιμένει κάτι άλλο μετά τον θάνατο. «Lights out! You can take that from me!». «Αυλαία και σκοτάδι! Αυτό μπορώ να σας το υπογράψω!» ήταν η ορθή-κοφτή απάντηση του 87χρονου σήμερα ψυχοθεραπευτή.
Διαβάζοντας όμως τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του «Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά! (Αναμνήσεις ενός ψυχίατρου)» σκέφτομαι ότι σ’ αυτό το «άλλη μια φορά» που το ζητά σαν ενθουσιασμένο παιδάκι που θέλει να ξανακάνει κούνια, κρύβεται κάτι που ξέρει αλλά δεν θέλει να μας αποκαλύψει. Οχι επειδή προτιμά να μας βασανίσει με τον φόβο του απόλυτου κενού, αλλά για να μας πείσει ότι πρέπει να τα παίξουμε όλα για όλα όσο είμαστε ακόμα εδώ. Προτού πέσει η αυλαία και κάποιος σβήσει βιαστικά τα φώτα.