Όταν είχε γίνει η επίθεση με μολότωφ στο σπίτι του Αλέκου Φλαμπουράρη, η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος είχε κατηγορήσει τη ΝΔ ότι επί μήνες είχε στοχοποιήσει αναίτια τον υπουργό, και αυτή «η στοχοποίηση έφερε άμεσα αποτελέσματα». Δεν θυμάμαι τότε τον συμπολιτευόμενο Τύπο να μιλά για μικροκομματική καπηλεία και νοσηρότητα ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ να διαπιστώνει «χυδαία πολιτική εκμετάλλευση, επικίνδυνη όσο η τρομοκρατία». Που θα είχαν ασφαλώς δίκιο. Γιατί η κριτική από την αντιπολίτευση και τον Τύπο προς τον κ. Φλαμπουράρη εστιαζόταν αποκλειστικά στην θολή μεταβίβαση της εταιρείας του μέσα σε μια μέρα και εκτός ωραρίου- μιλούσαμε για αυτονόητη πολιτική αντιπαράθεση.
Υπάρχει εδώ μία ηθελημένη παρεξήγηση των στελεχών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ την οποία ελπίζουν, βοηθούντος του χρόνου και της κοντής μνήμης, να εδραιώσουν ως πραγματικότητα. Οτι τα χρόνια των Μνημονίων υπήρχε μία κανονική πολιτική αντιπαράθεση όπως συμβαίνει πάντα στην πολιτική. Ε, λοιπόν, όχι. Στα χρόνια μετά το ’10 ζήσαμε σε μία πολιτική ζούγκλα στην οποία ο κυρίαρχος λόγος έσταζε χολή, μισαλλοδοξία, εχθροπάθεια και ηθική απαξία των αντιπάλων, και το χειρότερο, όλα αυτά εδράζονταν σε ένα κολοσσιαίο ιστορικό ψέμα. Ότι υπήρχε ανώδυνος τρόπος να βγούμε από την κρίση, τον οποίο, από απλή σαδομαζοχιστική ψύχωση, οι κυβερνήσεις των Μνημονίων δεν επέλεγαν. Δεν γινόταν κριτική στις λάθος πολιτικές επιλογές των ηγετών της χώρας, γινόταν ανελέητη πολεμική που κονιορτοποιούσε την ηθική τους υπόσταση, τις ανθρώπινες ιδιότητές τους, τη δημοκρατικότητά και τον πατριωτισμό τους. Επρόκειτο για κανονική στοχοποίηση προσώπων η οποία τα χρόνια εκείνα είχε πραγματικά άμεσα αποτελέσματα, όπως θα έλεγε (αλλά δεν είπε ποτέ) η κυρία Γεροβασίλη. Υπήρξαν προπηλακισμοί, γιαουρτώματα αλλά και ωμή βία, την οποία όχι μόνο δεν καταδίκαζε η σημερινή συγκυβέρνηση αλλά εμμέσως πριμοδοτούσε μιλώντας για οργή του λαού που ξεχειλίζει και για την αληθινή βία που είναι της πείνας και των Μνημονίων. Αλλωστε, η κυρία Κωνσταντοπούλου, σαρξ εκ της σαρκός τους και ειρωνική διαρκής υπενθύμιση της καταγωγής τους, τα ίδια λέει και σήμερα.
Δεν ξέρω αν οι τρομοκράτες οπλίστηκαν από αυτό το κλίμα του μίσους και δεν βρίσκω να έχει νόημα να ανιχνεύσουμε τι κρύβουν τα σκοτεινά μυαλά τους. Το σίγουρο είναι ότι πάντα η τρομοκρατία ακολουθούσε το κυρίαρχο αίσθημα της κοινωνίας. Μετά τη δικτατορία εναρμονίστηκε με το αντιχουντικό και αντιαμερικανικό μένος του λαού και επέλεξε ως στόχους αμερικανούς αξιωματούχους και έλληνες βασανιστές. Στη συνέχεια άλλαξε προσανατολισμό και έβαλε στο στόχαστρό της επιχειρηματίες, πολιτικούς και τραπεζίτες, γιατί αυτούς ενοχοποιούσε και ο κυρίαρχος, ρηχός δημόσιος λόγος. Οι επόμενες γενιές τρομοκρατών δεν παρεξέκλιναν από αυτήν την παγκόσμια σταθερά της μη φονταμενταλιστικής τρομοκρατίας η οποία ποτέ δεν συγκρούεται με το επικρατούν λαϊκό ρεύμα.
Θα έπρεπε να αυτολογοκριθούν οι πολιτικοί και δημοσιογράφοι για να μην παροξύνουν τον αντιαμερικανισμό ή το μίσος του λαού για τους χουντικούς και προσφέρουν έτσι έμμεση νομιμοποίηση στους αυτόκλητους τιμωρούς; Θα έπρεπε να υπάρχει αυτοσυγκράτηση στην οξεία κριτική έναντι πολιτικών αντιπάλων και επιχειρηματιών για να μην δημιουργούνται δυνάμει στόχοι δολοφόνων; Ασφαλώς όχι. Η τρομοκρατία δεν επιτρέπεται να εκλαμβάνεται ως παίκτης του συστήματος που επηρεάζει την πολιτική αντιπαράθεση και την ελευθερία έκφρασης. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τους τρομοκράτες παρά μόνο να τους πιάνουμε.
Μπορούμε ωστόσο να πάρουμε χρήσιμα μαθήματα από το παρελθόν μας. Το ανθεκτικό στο χρόνο θλιβερό φαινόμενο της ανοχής και εξοικείωσης μεγάλου κομματιού του δημόσιου λόγου και της κοινωνίας στην τρομοκρατική δράση, η υπόρρητη συγκατάνευση και βουβή ικανοποίηση στο άκουσμα δολοφονιών ακόμα και από κανονικούς, ειρηνικούς ανθρώπους, θα έπρεπε να μας είχε διδάξει το αυτονόητο. Ότι υπάρχει μία αναπόδραστη διάδραση, όχι ανάμεσα στον επίσημο λόγο μίσους και την αυτοπρόσκληση των δολοφόνων, όσο ανάμεσα σε αυτήν τη τοξική ρητορική και την διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας να τους ανέχεται. Το μεγάλο έγκλημα των ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δεν είναι ότι ανέστησαν την τρομοκρατία αλλά ότι άμβλυναν εκ νέου τα ανακλαστικά της κοινωνίας εναντίον της. Όταν επί χρόνια μιλάς για κρεμάλες που πρέπει να στηθούν για τους γερμανοτσολιάδες που δολοφονούν το λαό, που ευθύνονται για 7.000 αυτοκτονίες και μαζική γενοκτονία, αναπόφευκτα δημιουργείς ένα ακροατήριο που κατακλύζεται από άγριο ένστικτο εκδίκησης. Και όταν εμφανίζεται ο ενορχηστρωμένος με τον ιδεασμό αυτό τρομοκράτης, τον υποδέχεται υποσυνείδητα όχι ως δολοφόνο αλλά ως τιμωρό. Για τη δηλητηρίαση της κοινωνίας μας και όχι για τη δράση των τρομοκρατών κατηγορείται ο ΣΥΡΙΖΑ.