«Επικοινώνησα τηλεφωνικά με τον κ. Οικονόμου και του εξέφρασα τη βούληση της κυβέρνησης για την εξάλειψη τέτοιων καταστάσεων», δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Τόσκας, μετά τον ξυλοδαρμό του βουλευτή της ΝΔ το βράδυ της Τρίτης 15 Δεκεμβρίου στα Εξάρχεια.
«… για την εξάλειψη τέτοιων καταστάσεων», λέει.
Μάλιστα!
Λόγια κούφια…
Που τα’χουμε ακούσει χιλιάδες φορές και πάντοτε λίγο μετά την δημοσιοποίηση της επίσης κούφιας είδησης ότι «προσήχθησαν Χ άτομα», όπου «Χ» βάλτε όποιον αριθμό θέλετε, δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
Είναι χρόνια τώρα που έχω πειστεί ότι η Ελληνική Αστυνομία, όσον αφορά την τρομοκρατία και, συναφώς, την δράση των λεγόμενων «αντιεξουσιαστών», ούτε δύναται, ούτε μπορεί, ούτε θέλει να «εξαλείψει τέτοιες καταστάσεις» – πόσο μάλλον τώρα που κυβερνά τη χώρα ένα κόμμα που άντλησε και εκλογική δύναμη από ανθρώπους αυτού του «χώρου».
Δεν μπόρεσαν καν να συλλάβουν αυτόν που χτύπησε τον Κουμουτσάκο μπροστά από εκατοντάδες ανθρώπους και ενώ το πρόσωπό του έκανε, όπως λέμε, τον «γύρο του κόσμου» στο Διαδίκτυο. Μόνος του παραδόθηκε τελικά ο δυστυχής!
Ο λόγος δεν κρύβεται πίσω από κάποια σατανική θεωρία συνωμοσίας, αλλά μόνο στην ανικανότητα του συστήματος να προστατεύσει τους νομιμόφρονες πολίτες, καθώς και στην επιθυμία του να μην ενοχλήσει μια συγκεκριμένη «τάξη ανθρώπων» που, κατά έναν εντελώς σχιζοφρενή λόγο, βλέπει έως και με συμπάθεια τους αυτοαποκαλούμενους «επαναστάτες», ακόμα και εκείνους που δολοφονούν εν ψυχρώ και δηλώνουν κατόπιν ότι η πράξη τους είναι πολιτική.
Το ίδιο ακριβώς λένε και οι τζιχαντιστές του ISIS!
Στην δική τους την περίπτωση – για να επανέλθω στην δική μας αστυνομία – οι γαλλικές αρχές κατάφεραν μέσα σε 2 μέρες από τις βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι, να βρουν και να συλλάβουν ένα ολόκληρο δίκτυο τρομοκρατών που πιστεύουν ότι είχε ανάμιξη σε αυτές.
Οι δικοί μας, δεν μπόρεσαν καν να συλλάβουν αυτόν που χτύπησε τον Κουμουτσάκο μπροστά από εκατοντάδες ανθρώπους και ενώ το πρόσωπό του έκανε, όπως λέμε, τον «γύρο του κόσμου» στο Διαδίκτυο. Μόνος του παραδόθηκε τελικά ο δυστυχής!
Δεν μπόρεσαν επίσης οι ελληνικές αρχές να βρουν και να συλλάβουν εκείνους που άφησαν δέμα με εκρηκτικά τον περασμένο μήνα έξω από τα γραφεία του ΣΕΒ, που ενεργοποιώντας το εξερράγη προκαλώντας τεράστιες υλικές ζημιές στα γύρω κτίρια.
Κι όταν λέμε «γύρω κτίρια», εννοούμε, εκτός από εκείνο του ΣΕΒ στην οδό Ξενοφώντος, την Κυπριακή Πρεσβεία ακριβώς απέναντι και τα γραφεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα, στη γωνία πιο πάνω. Και στα 3 κτίρια υπήρχαν κάμερες που υποτίθεται ότι κατέγραψαν τα πάντα.
Θα καταλήξω με μια ιστορία που την έχω πει δημόσια πολλές φορές, και που δεν λέει να φύγει από τη σκέψη μου.
Απόγευμα 14ης Ιουλίου 1992, βάδιζα στην οδό Βουλής, έχοντας φύγει από την «Ελευθεροτυπία» όπου εργαζόμουν τότε, για να πάω στην οδό Ερμού για κάτι ψώνια. Στο περίπτερο που είναι στη γωνία των οδών Βουλής και Καραγεώργη Σερβίας, σταμάτησα να πάρω τσιγάρα – δυστυχώς, κάπνιζα τότε, ευτυχώς όχι πια!
Το αναφέρω αυτό διότι ίσως, τότε, το τσιγάρο να μου έσωσε τη ζωή, διότι περπατούσα στο δεξί πεζοδρόμιο, ερχόμενος από Κολοκοτρώνη και εάν δεν είχα εκείνη τη μικρή καθυστέρηση στο περίπτερο, ίσως να ήμουν εκεί ακριβώς, ή αρκετά κοντά, που έπεσε ελάχιστα μετά νεκρός ο Θάνος Αξαρλιάν!
Στάθηκα στην πίσω μεριά του περιπτέρου, επί της Καραγεώργη Σερβίας πια, για να βάλω στη τσάντα μου τα τσιγάρα. Όταν πήγα να περάσω απέναντι, για να συνεχίσω την πορεία μου από την οδό Βουλής προς την Ερμού, κοντοστάθηκα μισό μέτρο από το πεζοδρόμιο επάνω στο οδόστρωμα για να περάσει μια Μερσεντές ασημένια, στην οποία πρόσεξα ότι επέβαινε ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάννης Παλαιοκρασσάς.
Η έκρηξη από την ρουκέτα που κτύπησε ξώφαλτσα (ευτυχώς) το αυτοκίνητό του μόλις αυτό έστριψε αριστερά στην Βουλής, με πέτυχε στην μέση της Κ. Σερβίας και το ωστικό κύμα με «πέταξε» προς τα πίσω, με αποτέλεσμα να βρεθώ πεσμένος κάτω, με τη πλάτη σ’ ένα δεντράκι δίπλα στο περίπτερο, με τζάμια να πέφτουν από παντού και το κεφάλι μου να βουίζει με έναν τρόπο που δεν μπορώ να ξεχάσω.
Όταν συνήλθα λίγο και ενώ γύρω γινόταν πανζουρλισμός, είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο, λογά δεξιά μου εκεί που ήταν μια γκαλερί, τον Θάνο Αξαρλιάν μέσα στα αίματα, έναν κύριο γονατισμένο δίπλα του και την αστυνομία που έφτασε εκεί μετά από περίπου 15-20 λεπτά, να φωνάζει «μη πλησιάσει κανείς». Το παιδί είχε πεθάνει.
Χρόνια αργότερα, παρακολουθώντας τη δίκη της 17 Νοέμβρη στον Κορυδαλλό για την «Ελευθεροτυπία» (όχι για δικαστικό ρεπορτάζ, αλλά για τη στήλη που είχα τότε στην τελευταία της σελίδα), άκουσα μαρτυρίες, κυρίως όμως εκείνη του Τζορτζάτου, ότι οι «σύντροφοί του» που πυροδότησαν με τηλεχειριστήριο την ρουκέτα που είχε τοποθετηθεί επάνω στο κτίριο στη γωνία όπου έστριψε το υπουργικό αυτοκίνητο, ήταν «εκεί κοντά στο περίπτερο για νάχουν οπτική επαφή».
Που πάει να πει, ότι ήταν εκεί κοντά, όταν ήμουν και εγώ!
Που πάει να πει, ότι μπορεί και να τους είδα!
Μετά την επίθεση, επέστρεψα στην εφημερίδα και έγραψα το ρεπορτάζ μου (ό,τι γράφω και εδώ, δηλαδή) ως αυτόπτης μάρτυρας. Τι είδα, τι άκουσα, τι ένοιωσα. Όλα. Ήμουν συγκλονισμένος. Η εικόνα του Θάνου στο πεζοδρόμιο δεν φεύγει ποτέ από μέσα μου. Και είναι αυτή που, περισσότερο από κάθε άλλη, με κρατά σταθερά και αποφασιστικά απέναντι από τρομοκράτες όποιας κοπής, όποιας ιδεολογίας.
Εκείνο που επίσης δεν φεύγει ποτέ από μέσα μου, είναι και η απορία γιατί δεν με πήρε ποτέ κανείς τηλέφωνο από την αστυνομία, ή να έρθει να με βρει, και να με ρωτήσει για όσα έγραψα, ή κυρίως να με βοηθήσει να θυμηθώ ίσως κάτι που μπορεί να είδα ή να άκουσα και δεν το έγραψα, πιθανώς λόγω κενού μνήμης.
Σε προηγμένες χώρες, ξέρω ότι υπάρχουν τεχνικές επικοινωνίας που σε βοηθούν να θυμηθείς κάτι που το σοκ της στιγμής ίσως έχει καταχωνιάσει κάπου πολύ βαθιά στη μνήμη σου.
Προσπάθησα πολύ, από μόνος μου, να κάνω αυτήν την άσκηση, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αν υπήρχε κάτι στο υποσυνείδητό μου, πλέον δεν υπάρχει ούτε εκεί.
Όμως μου έκανε πάντα εντύπωση το γεγονός ότι η Ελληνική Αστυνομία είχε «στα χέρια της» έναν αυτόπτη μάρτυρα (και σαν και μένα υπήρχαν αρκετοί άλλοι, εκείνη τη μέρα), κάτι που διεθνώς, νομίζω, είναι πάντοτε «κελεπούρι» για τις αστυνομικές αρχές, και όμως κανείς, ποτέ, δεν μπήκε στον κόπο έστω να σκεφτεί «ρε συ, δεν πάμε να τον βρούμε αυτόν;».
Και θυμάμαι που, όταν δολοφονήθηκε από την 17 Νοέμβρη ο στρατιωτικός ακόλουθος της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα Στιβεν Σόντερς τον Ιούνιο του 2000, το πρώτο πράγμα που έκαναν οι αγγλικές αστυνομικές αρχές που ήρθαν εδώ για να εξιχνιάσουν το έγκλημα, ήταν να βγάλουν ανακοίνωση για να βρουν τυχόν αυτόπτες μάρτυρες.
Σε όσους ξένους φίλους και συνεργάτες ανέφερα την ιστορία αυτή, όλοι την ίδια με μένα απορία είχαν.
Γι’ αυτό και κανένας από εμάς δεν έσπευσε λίγα χρόνια μετά να συγχαρεί την Ελληνική Αστυνομία για την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη. Ξέραμε ότι αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο από τυχαίο γεγονός. Όπως πράγματι συνέβη τον Ιούνιο του 2002 στον Πειραιά όταν έσκασε η βόμβα στα χέρια του Σάββα Ξηρού!