Μπορεί ο άνδρας να είναι για τα πανηγύρια, αυτό όμως δεν συνεπάγεται και την κτήση σχετικής εμπειρίας.
Εχω παρακολουθήσει πανηγυρικούς. Εχω συμμετάσχει σε πανηγυρισμούς που έλαβαν χώρα στο γήπεδο Τούμπας, με μακεδονική αυθεντικότητα και αφρικανική ορμή. Αλλά από πανηγύρια δεν ξέρω. Για να είμαι ειλικρινής, η αφέλεια και η ημιμάθεια έχουν δημιουργήσει στο μυαλό μου μία εικόνα ελεγχόμενης αισθητικής: στην εξέδρα μυστακιοφόρος μεσήλικας αναγγέλλει, υπό τους ήχους κλαρίνου, ότι μπήκαν τα γίδια στο μαντρί.
Ομως τα γίδια μπήκαν στη θράκα, η τσίκνα τους φτάνει, σαν λιβάνι, ως τον Θεό της Ελλάδας, αλλά η σάρκα τους γεμίζει λαίμαργα στόματα, λερώνοντας τα προγούλια με λίπος και μουστάρδα. Και όσοι δεν τρώνε, στήνουν χορούς κυκλωτικούς, που θα έλεγε και ο Σαββόπουλος. Φαντάζομαι ότι δεν ακούν ούτε τη μουσική οι εκστασιασμένοι. Τι να ακούσουν; Σε μένα τον αδαή όλα αυτά ακούγονται ίδια. Ενα κοπάδι γίδια, μια βοσκοπούλα, ο τσομπάνης και το κλαρίνο.
Μέχρι σήμερα είχα πάει μόνο σε ένα πανηγύρι στη ζωή μου, κάπου στη Χαλκιδική. Τώρα έχω διπλασιάσει τον όγκο της εμπειρίας μου. Το πανηγύρι της Παναγιάς Υπακοής γίνεται κάθε χρόνο στη Νίμο, ένα νησάκι στον κόρφο της Σύμης. Το γλέντι στήνεται στο προαύλιο της εκκλησίας, ουσιαστικά πάνω στο μοναδικό λιμανάκι του νησιού. Σκηνικό να έστηνες, δεν θα σου έβγαινε καλύτερο. Και είναι να απορείς πώς και δεν το ανακάλυψε καμιά μπύρα, να πάει να κάνει εκεί διαφημιστικό.
Στο κέντρο του προαυλίου βρίσκονται μερικά δένδρα που, το βράδυ του πανηγυριού κάνουν τα κλαδιά τους χέρια, για να χορέψουν τις μαριονέτες από κάτω. Πλαστικά τραπέζια και καρέκλες, αλλά και ξύλινοι πάγκοι. Μία μικρή ψησταριά με απλωμένα καμιά διακοσαριά σουβλάκια, 1,5 ευρώ το τεμάχιο. Τσάμπα το ψωμί, 2,5 ευρώ το πιατάκι η φέτα. Και μία γούρνα γεμάτη πάγο με μπύρες και αναψυκτικά. Αυτά.
Μικρό, γλυκό πανηγυράκι, είμαστε δεν είμαστε 400 ψυχές, αμφίβολες ως προς τη σωτηρία τους. Και μετά τα όργανα. Ενα λαούτο, ένα βιολί και στη μέση το σινθεσάιζερ που χειρίζεται ο επικεφαλής, ένας κύριος φτυστός ο Στέλιος ο Παππάς.
Να κι ένα βίντεο από το πανηγύρι:
Παίζουν τα όργανα, σαν το τρεχαντήρι στον αφρό και αυτός δίνει το όνομα στον χορό: «σούστα», ακούγεται η φωνή από το μεγάφωνο, λες και οι άλλοι δεν ξέρουν τι χορεύουν. Α, έχουν μια γλύκα αυτοί οι σκοποί της Δωδεκανήσου. Μπορεί να την αποκτούν από τη γειτνίαση τους με τα σμυρνέικα, θα είναι και το ζευγάρωμα του βιολιού με το λαούτο. Είναι όμως και τα λόγια που έχουν την άρμη της θαλασσας και όχι το ανάστημα του βουνού. Είναι το ξυπόλητο πόδι του βαρκάρη και όχι η βαριά πατημασιά του τσαρουχιού.
Σκεφτόμουν ότι είμαστε ευλογημένοι που κλείνουμε τόση ποικιλομορφία σε τόσο μικρή έκταση-ας είναι καλά η δυστροπία της γεωγραφίας μας. Ομως όλο αυτό είναι απείρως γοητευτικό. Πριν από έναν αιώνα, ο βλάχος και ο νησιώτης μετά βίας θα καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον. Και ο Κρητικός ανακάλυπτε ένα νέο κόσμο στη Μακεδονία.
Ολοι τους στα πανηγύρια στήνουν κυκλικούς χωρούς. Και περιστρέφονται, περιδινίζονται, σαν τα φασόλια, τα καρότα, το σκόρδο, το σέλινο που βράζουν όλα στο ίδιο καζάνι στην εθνική μας φασολάδα.