Διάβασα ένα κομμάτι σε τεύχος Φεβρουαρίου του Economist, ότι στην Ιαπωνία είναι τόσο αποτελεσματική η αντιμετώπιση του εγκλήματος, της βίας και της παραβατικότητας, που η αστυνομία, για να μην μένει αδρανής, κυνηγά να πιάσει δράστες ακόμα και από ασήμαντα περιστατικά.
Για παράδειγμα: Στην πόλη της Καγκοσίμα, στα νότια της χώρας, η αστυνομία παρακολουθεί μέρα νύχτα ένα ξεκλείδωτο αυτοκίνητο, με ένα κασόνι από μπίρες στο πίσω κάθισμα, σταθμευμένο έξω από σουπερμάρκετ. Κάποια στιγμή, μιας μέρας ή νύχτας, ένας μεσήλικας άνδρας ανοίγει και παίρνει ένα μπουκάλι για τον εαυτό του. Πέντε αστυνομικοί, αμέσως, εμφανίζονται και συλλαμβάνουν έναν από τους ελάχιστους παραβάτες που έχουν απομείνει στη πόλη.
Ίδια είναι και η μεγαλύτερη εικόνα. Σύμφωνα με το περιοδικό, στην Ιαπωνία τα ποσοστά εγκληματικότητας πέφτουν σταθερά εδώ και 13 χρόνια. Το ποσοστό δολοφονιών είναι 0,3 ανά 100.000 κατοίκους Όλο το 2015 κατεγράφη μόνο 1 (μία) δολοφονία με χρήση όπλου.
Εδώ κάνω ένα fast forward και βρίσκομαι τώρα στην Ελλάδα των τελευταίων μηνών. Κι εντελώς από μνήμης, όπως γράφω αυτή τη στιγμή ετούτο το κείμενο, σημειώνω ανάκατα περιστατικά εγκληματικότητας και παραβατικότητας που θυμάμαι:
Δολοφονία του ποινικολόγου Μιχάλη Ζαφειρόπουλου στο γραφείο του. Δολοφονική επίθεση εναντίον του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου. Δολοφονία εφοριακού σε νεκροταφείο. Εισβολή του Ρουβίκωνα σε ξένη πρεσβεία και σε άλλους χώρους όπως Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών κ.λπ. Εβδομαδιαία γιουρούσια από τα Εξάρχεια, κάθε Παρασκευή, από αυτοαποκαλούμενους αντιεξουσιαστές. Επίθεση μέσα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, και ξυλοδαρμός, φοιτητή ΑΜΕΑ. Σπασίματα λεωφορείων και μηχανημάτων ελέγχου εισιτηρίων στο μετρό. Ξυλοδαρμός καθηγητή Άγγελου Συρίγου στο Πάντειο. Κλοπές και απειλές σε πολλά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Κλείσιμο δρόμων σχεδόν κάθε μέρα από μικρές ή μεγάλες ομάδες πολιτών που έχουν ή εφευρίσκουν κάποιο αίτημα.
Αυτά, στα πρόχειρα. Πολύ πιο σοβαρά, θα συμφωνείτε, από το να πάρεις μια μπίρα από το πίσω κάθισμα ανοικτού αυτοκινήτου.
Η πρώτη, αυτονόητη απορία, που άλλωστε έχει διατυπωθεί μυριάδες φορές, είναι «γιατί δεν μπορούμε να έχουμε αστυνομία σαν την ιαπωνική, ή σαν όλες τις άλλες των εταίρων μας στην ΕΕ που δεν θα ανέχονταν όσα εδώ συμβαίνουν;».
Η άμεση απάντηση είναι ότι δεν το θέλει το πολιτικό σύστημα – τωρινό και προηγούμενο. Τους λόγους δεν θα τους αναπτύξω τώρα. Βαριέμαι. Τους έχουμε συζητήσει άπειρες φορές. Και δεν θυμάμαι ούτε μία μεταπολιτευτική κυβέρνηση που να πήρε στα σοβαρά την παραβατικότητα των ολίγων εις βάρος των πολλών.
Η δεύτερη απορία, από τα προηγούμενα, είναι «μπορεί ο Έλληνας αστυνομικός να εκπαιδευτεί όπως ο Ιάπωνας, ο Γερμανός, ο Σουηδός, κλπ;».
Φοβούμαι πως όχι. Πέραν του ότι λείπει η πολιτική απόφαση που λέγαμε πριν, η σωστή εκπαίδευση απαιτεί χρήμα (που για μένα, προκειμένου να προστατευθούν η ζωή και η περιουσία των πολιτών που είναι νομιμόφρονες και θέλουν να ζουν σε μια ειρηνική και ασφαλή κοινωνία, μπορεί να βρεθεί με τον περιορισμό σπαταλών που γίνονται πρώτα-πρώτα στο Δημόσιο), απαιτεί αστυνομική ηγεσία ικανή, που να συνεργάζεται με ξένες, και κυρίως απαιτεί απόδραση από την αρρωστημένη φιλοσοφία/αντιμετώπιση του να κάνουμε τα στραβά μάτια σε «παιδιά είναι, μωρέ».
Κάνω πάλι ένα flashback, και επιστρέφω στην Ιαπωνία στην εποχή που μεσουρανούσαν οι εγκληματικές συμμορίες της Γιακούζα, που έφτασαν να αριθμούν περίπου 102.000 μέλη, και μάλιστα σε πολλά μέρη του κόσμου, από την Νότια Κορέα μέχρι και την Αμερική. Αυτοί οι γκάγκστερ, γράφει ο Economist, σχεδόν έχουν εκλείψει πια. Πρώτον, λόγω πολύ αυστηρών νόμων που θέσπισε και εφάρμοσε το Κράτους, και δεύτερον διότι το έγκλημα και η βία δεν βρήκαν απέναντί τους απαθείς πολίτες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων επιθυμεί μια φιλειρηνική ζωή, και έτσι ξέφτισαν και οι νέες εγγραφές μελών και οι συμμορίες γέρασαν.
Η μείωση της εγκληματικότητας και παραβατικότητας στην Ιαπωνία δεν έφερε μείωση των αστυνομικών – αντίθετα, αυξήθηκαν. Τόσο που σήμερα απασχολούνται πάνω από 295.000 ένστολοι. Το έγκυρο περιοδικό δεν κάνει λόγο για αστυνομικό κράτος. Μπορεί οι αστυνομικοί να υπερβάλουν μερικές φορές, γράφει, επειδή δεν έχουν σοβαρά εγκλήματα να κυνηγήσουν και παρεμβαίνουν για μάλλον ασήμαντες αιτίες, αλλά γενικά υπάρχει ανακούφιση στην κοινωνία που ο νόμος τηρείται και ο κόσμος δεν ζει με τρόμο και ανασφάλεια.
Όλα αυτά, δεν σημαίνουν ότι λείπει η εγκληματικότητα από την χώρα, και ότι δεν υπάρχουν παραβάτες των νόμων. Όμως, σε σχέση με όσα βιώνουμε εδώ, σχεδόν κάθε μέρα πια, ο μέσος Ιάπωνας δεν δίνει καθημερινό αγώνα τρόμου για να πάει στη δουλειά του, να φοιτήσει σε πανεπιστήμιο, να πάει σ’ ένα νοσοκομείο, να δει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, να ανέβει στην Ακρόπολη, να πάρει το μετρό, να πει την άποψή του σ’ ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο, να αφήσει το αυτοκίνητό του κάπου έξω, να περπατήσει σ’ ένα πεζοδρόμιο.
Τελευταίο fast forward.
Η τρίτη, και τελευταία μου απορία, διότι δεν θα εξαντλήσω εδώ το θέμα, είναι «γιατί δεν εισάγουμε ιάπωνες αστυνομικούς, με συγκεκριμένη περιγραφή εργασίας, που δεν θα την καταστρώσουμε μόνο εμείς;»
Την αφήνω έτσι μετέωρη. Με την επισήμανση ότι το θέμα δεν εξαντλείται εδώ. Εμείς έχουμε εξαντληθεί. Και κάποτε πρέπει να δράσουμε.
Δηλαδή, εάν η (όπως όλα δείχνουν) επόμενη κυβέρνηση το εννοεί στα σοβαρά όταν λέει «θα καθαρίσουμε τα Εξάρχεια», ως αρχή μιας γρήγορης επανόδου της χώρας σε κλίμα ασφάλειας και ευνομίας, οφείλει να έχει από τώρα έτοιμο (έχει αργήσει κιόλας), ένα εμπεριστατωμένο σχέδιο για το πώς θα το κάνει, από την 1η μέρα. Δεν λέω να το δώσει στη δημοσιότητα – αλίμονο – αλλά όταν έρθει η ώρα να συζητηθεί στη Βουλή, να πειστούμε εμείς οι δικαιολογημένα δύσπιστοι πολίτες ότι πρόκειται επιτέλους για κάτι σοβαρό.
Υ.Γ: Διαβάστε το δημοσίευμα του Economist εδώ