Οι εκπρόσωποι των εθνικών σχηματισμών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος -και η Νέα Δημοκρατία ανάμεσά τους- έχουν μια δυσκολία: ενώ επικρίνουν τους ντόπιους πολιτικούς (πχ την κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου) για την πολιτική των «ανοιχτών θυρών», έχουν μεγάλη δυσκολία να κάνουν το ίδιο και με την γερμανίδα καγκελάριο που απηύθυνε την βασική πρόσκληση στις αρχές Σεπτεμβρίου στους πρόσφυγες των πόλεων της Ασίας, να αναζητήσουν καταφύγιο στη χώρα της. Και για να είμαστε δίκαιοι, την ίδια δυσκολία έχουν οι γάλλοι σοσιαλιστές, που πάντως όπως και ο αυστριακός σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος Βέρνερ Φάιμαν, διαφωνούν με την πολιτική της Ανγκελα Μέρκελ, αλλά όχι ο ΣΥΡΙΖΑ που την υπερασπίζεται δημόσια όπως και πολλοί αγγλοσάξονες που δεν έχουν αναλάβει παρά πολύ μικρό τμήμα του κοινού ευρωπαϊκού βάρους του προσφυγικού κύματος.
Είναι λοιπόν σωστή αυτή η πολιτική; Ας γυρίσουμε πίσω στον Σεπτέμβριο. Η Ουγγαρία έχει κλείσει τα σύνορά της και δεν αφήνει άλλους πρόσφυγες να μπουν ενώ αντιμετωπίζει σαν εγκληματίες όσους έχουν μπει. Η κυρία Μέρκελ στην προσπάθειά της να διαμορφωθεί μια κοινή ευρωπαϊκή γραμμή «παίρνει» πάνω της και στις πλάτες της χώρας της το προσφυγικό κύμα. Δεν βάζει όμως χρονικό όριο σε αυτή την μονομερή δέσμευση, αλλά συνδέει την άρση της με την εκπλήρωση του «μηχανισμού διανομής των βαρών». Τα κρατίδια και οι άλλες τοπικές αρχές της χώρας της δεν είναι ενημερωμένες για αυτή την πολιτική. Ετσι σχέδιο δεν υπάρχει και πιθανόν αυτό να δικαιολογείται από τον αιφνιδιασμό του προσφυγικού κύματος.
Η κυρία Μέρκελ δεν φαίνεται να έχει πείσει ούτε τα στελέχη του κόμματός της για την πολιτική της, τα μετρήσιμα αποτελέσματα της οποίας δεν φαίνονται. Και πώς να φανούν όταν η πολιτική της Ευρώπης στη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ -όταν αυτή υπάρχει- δεν αλλάζει πολλά;
Στους μήνες που μεσολαβούν από τότε η κατάσταση απλώς επιδεινώνεται και οι πόροι εξαντλούνται. Η αδυναμία της γερμανίδας καγκελαρίου να ορίσει τον χρονικό ορίζοντα της πολιτικής που αποφάσισε τον Σεπτέμβριο, φορτώνει με βάρη ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη. Αυτές πια -εκτός της Γερμανίας- λένε ότι δεν αντέχουν και το 2016 να φορτωθούν τα βάρη του 2015. Ούτε και η Γερμανία αντέχει να πάρει άλλο ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Σήμερα 3,5 χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία και κατά 35.000 η Αυστρία) δέχονται πιο μαζικά πρόσφυγες. Σε όλες αυτές τις χώρες η παραμονή είναι συνδεδεμένη με κοινωνικά επιδόματα και εξασφάλιση στέγης (που δεν έχουν). Ετσι οι πρόσφυγες αρχίζουν -ειδικά οι Ιρακινοί- να επιδιώκουν και να παίρνουν όχι μαζικά -αλλά το κάνουν- τον δρόμο της επιστροφής στις χώρες προέλευσής τους. Η κυρία Μέρκελ δεν φαίνεται να έχει πείσει ούτε τα στελέχη του κόμματός της για την πολιτική της, τα μετρήσιμα αποτελέσματα της οποίας δεν φαίνονται. Και πώς να φανούν όταν η πολιτική της Ευρώπης στη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ -όταν αυτή υπάρχει- δεν αλλάζει πολλά; Αλλά η πολιτική «Ελάτε στην Ευρώπη, η Γερμανία θα βρει λύση» δεν φαίνεται ότι έχει αποτέλεσμα.
Οι πρόσφυγες πρέπει να μένουν κοντά στις χώρες τους, στις γειτονικές χώρες για να υπάρχει η προοπτική να γυρίσει στη χώρα του κανείς όταν όλα τελειώσουν. Εκεί έχουν γίνει ακόμα πολύ λίγα παρά τα 4 δισ. που συγκεντρώθηκαν στη διάσκεψη των δωρητών για τη Συρία. Ετσι και αλλιώς ακόμα και αν η κυρία Μέρκελ δεν αλλάξει την πολιτική της, θα αναγκασθεί πολιτικά τις επόμενες εβδομάδες να εξαγγείλει τον χρονικό ορίζοντα της σημερινής της πολιτικής. Σε πολλές άλλες χώρες -και στην Ελλάδα όπως δείχνουν οι δηλώσεις υπουργών της κυβέρνησης- αυτός ο χρονικός ορίζοντας έχει γίνει ήδη φανερός.