Απόψεις

Επιτέλους, γιατί έχουμε τέτοιο κόλλημα με το παρελθόν;

Τόσο πολύ μας τρομάζει το μέλλον ώστε να κρύβουμε συνέχεια το κεφάλι μας μέσα στα περασμένα και να τα επαναφέρουμε συνέχεια στην ημερήσια διάταξη της εθνικής μας καθημερινότητας;
Νίκος Ζαχαριάδης

Μόνο την τελευταία εβδομάδα συνέβησαν τα εξής: τσακωθήκαμε για τα όρια δημόσιας απαξίωσης  ενός ανύπαρκτου ουσιαστικά 104χρονου πραξικοπηματία, επαναφέροντας σε δημόσια συζήτηση και ερμηνεία τα έργα και τις ημέρες του. Περάσαμε άλλο ένα δωδεκάωρο παρακολουθώντας τους πολιτικούς αρχηγούς να ανατρέχουν στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν για να αναδείξουν – για άλλη μια φορά – σκάνδαλα και διαφθορά.

Επίσης ακούσαμε με ευλάβεια τον Γιάννη Στουρνάρα να μιλάει στην επιτροπή της Βουλής για τις «ημέρες διαπραγμάτευσης του 2015» και διαβάσαμε άλλη μια εκδοχή – απάντηση του Γιάνη Βαρουφάκη για την ίδια περίοδο. Και καταγράψαμε (καλά, λέμε τώρα…) την απάντηση του Ακη Τσοχατζόπουλου στις αναφορές του ονόματός του στη συζήτηση περί διαφθοράς για την περίοδο ’96 – 2001. Και όλα αυτά ενώ είχαμε ακόμα το hangover μιας πανεθνικής κλωτσοπατινάδας για τη διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία και τον ρόλο της Εκκλησίας στην επανάσταση και την Κατοχή…

Ασφαλώς και οι ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60 συνεχίζουν παραδοσιακά να κατατροπώνουν από πλευράς τηλεθέασης κάθε νέα παραγωγή. Κάθε τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή απαραιτήτως πλέον διαθέτει τη στήλη «σαν σήμερα» όπου ειδήσεις περασμένων δεκαετιών αναβιώνουν πανηγυρικά. Και βέβαια ένα ακόμα άρθρο σχετικά με την «άγνωστη ζωή της Αλίκης Βουγιουκλάκη» ή για το τι πραγματικά συνέβη με τον Γιώργο Παπανδρέου εκείνη την κρίσιμη βραδιά στις Κάννες το 2011 αποτελούν ένα σίγουρο στοίχημα προσέλκυσης του ενδιαφέροντος του κοινού. Σχεδόν όσο και η εκατοστή επανάληψη του «Κωνσταντίνου και Ελένης».

Το κεφάλι είναι επί μονίμου βάσεως στραμμένο στο παρελθόν. Τόσο που αν η χώρα ήταν άνθρωπος θα είχε πάθει από καιρό αγκύλωση. Σαν ανήλικοι που φοβούνται το σκοτάδι του αγνώστου, επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα γνώριμα. Στη ρουτίνα του παρελθόντος. Το διυλίζουμε. Ψάχνουμε κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια που έρχεται στο φως σα να πρόκειται για το κλειδί που θα μας κάνει να ερμηνεύσουμε τα μυστήρια του σύμπαντος. Και στο τέλος τσακωνόμαστε για άλλη μια φορά. Με τα στρατόπεδα μοιρασμένα ανάλογα με το κατά πόσο η νέα ασημαντότητα ταιριάζει με αυτά που ήδη πιστεύουμε (οπότε είναι αξιόπιστη) ή μας τα ανατρέπει (οπότε είναι προϊόν προπαγάνδας).

Και βέβαια δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να βάζει κανείς το μάτι στην κλειδαρότρυπα του παρελθόντος αν μετά δεν τα υπεραναλύαμε. Με την εξαντλητική αφοσίωση ενός Τάκη Τσουκαλά. Και την ελαφρότητα του αναγνώστη κουτσομπολίστικων περιοδικών ή του τηλεθεατή μεσημεριανάδικου. Σε ένα ατέλειωτο «μου-σου-του» που απλώνεται σαν ηχητικό χαλί γύρω μας.

Ταυτόχρονα η αποστροφή για το μέλλον γιγαντώνεται. Λες και κάποια στιγμή κάναμε όλοι μαζί μια μυστική συμφωνία να μην ενηλικιωθούμε αλλά να παραμείνουμε στη θαλπωρή ενός γιγαντιαίου παιδικού δωματίου. Τραγουδώντας παλιές, αλησμόνητες χρυσές επιτυχίες. Εξάλλου η ενηλικίωση σημαίνει ανησυχία για το αύριο. Σημαίνει πέρασμα στον κόσμο όπου οι μύθοι υποχωρούν και η πραγματικότητα αρχίζει να παίρνει τη θέση τους. Σημαίνει συζητήσεις στη Βουλή για το «τι θα κάνουμε αύριο». Σημαίνει σχεδιασμό και ο σχεδιασμός σημαίνει κόπο. Και γιατί να μπει κανείς στον κόπο να μαγειρέψει όταν τον περιμένει η θαλπωρή από το παλιό, γνώριμο ταπεράκι της μαμάς;

Ναι, ένα από τα εθνικά μας και πιο αγαπημένα μας ρητά είναι το «οι λαοί χωρίς μνήμη πεθαίνουν». Σιγά δηλαδή μην ήταν το «οι λαοί που δεν κοιτάζουν και λίγο μπροστά, προς το μέλλον «στουκάρουν». Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι εμείς ξέρουμε ήδη το μέλλον. Από τις αγαπημένες μας προφητείες του Γέροντα Παΐσιου φυσικά. Από πού αλλού;