Λένε ότι το πένθος έχει στάδια. Η Μάγδα Φύσσα μοιάζει να διανύει ακόμη, τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου της, το στάδιο του θυμού. Ενός θυμού γιγαντιαίου, που συνταράζει το είναι της, υπερβαίνει τη μικρόσωμη μορφή της και ξεχύνεται για να πνίξει τους χρυσαυγίτες, τους θύτες εκείνη τη μοιραία νύχτα της 18ης Σεπτεμβρίου στο Κερατσίνι.
Η Φύσσα πενθεί ιδιότυπα, ακτιβιστικά, δυναμικά, χωρίς εύκολες καταφυγές σε μελό σκηνές και ατάκες. Στην αρχή της δίκης, τριγυρνούσε σαν το λιοντάρι γύρω από τον Γιώργο Ρουπακιά, αρνιόταν επίμονα να τον αποκαλέσει με το όνομα του. «Ο δολοφόνος», έλεγε και ξανάλεγε.
«Απόβρασμα της κοινωνίας, θα σου κόψω το λαρύγγι!», του φώναξε ένα πρωινό στον Κορυδαλλό, τρυπώνοντας στον χώρο κοντά στο εδώλιο. Οι φωτογράφοι απαθανάτισαν το όπλο που κουβαλούσε : ένα μπουκάλι γεμάτο νερό ∙ απαθανάτισαν τα χείλη τα σφιγμένα, την κλίση του σώματος της, για να τον πετύχει, τις φλέβες του λαιμού της να πετάγονται, τον πόνο της μεταλλαγμένο σε θυμό.
Βενιαμίν μιας οικογένειας με επτά παιδιά, και μοναχογιό τον Δημήτρη, με καταγωγή από το Χαλκιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας, η Μάγδα αποτέλεσε έκπληξη μετά τον χαμό του Παύλου ακόμη και για το ίδιο της το περιβάλλον. Για το σθένος, την αντοχή, το βάθος των συναισθημάτων της. Είναι ολοφάνερο ότι η γυναίκα αυτή αποφάσισε από την πρώτη στιγμή να πάρει όλο το πένθος της οικογένειας της, πάνω της. Γιατί μπορεί, γιατί θέλει, γιατί έτσι πρέπει, στον δικό της, προσωπικό κώδικα αξιών.
Ταξίδεψε ως το Στρασβούργο και το Ευρωκοινοβούλιο, προσκεκλημένη της Κωνσταντίνας Κούνεβα, ζητώντας δικαίωση για όλα τα θύματα του φασισμού. Συμμετέχει σε εκδηλώσεις για τον Παύλο. Μιλάει μαζί του, καθημερινά, στο σπίτι της, σε μια γωνιά ντυμένη με φωτογραφίες του, από πάνω ως κάτω. Σε στιγμιότυπα χαράς, όταν ακόμη δεν ήξεραν τι θα πει συμφορά.
Παρακολουθεί συστηματικά τη δίκη (έχοντας πάντα στο πλευρό της τα αγαπημένα της αδέλφια Δημήτρη και Ασημίνα, αυτοί αντέχουν), δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της από τους χρυσαυγίτες, απαντά στις βλαστήμιες, τις προσβολές και τα βλέμματα, είναι προκλητικά και ενοχλητικά παρούσα για την άλλη πλευρά.
Με τα ολόμαυρα της ρούχα, την απέραντη θλίψη της στα μάτια, και χέρια αστυνομικών να την κρατάνε κάθε φορά, για να μην καταπιεί τα «φασισταριά».
Το κόστος της ψυχικής φθοράς σε μια τέτοια, άγρια, διελκυστίνδα δεν φαίνεται να την απασχολεί. Το «πού είναι τώρα ο Παύλος σου, ρε;» μπορεί να την πονάει, καθέναν θα πονούσε, αλλά δεν τη γονατίζει. Αντιθέτως, τη θρέφει, την κρατάει όρθια. Τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει η δίκη και να αποδοθεί δικαιοσύνη, μέχρι να δει τον Ρουπακιά και την παρέα του στη φυλακή. Στα κελιά τους ίσως φωλιάσει και η δική της εσωτερική γαλήνη.
Σε μια μεταθανάτια ερμηνεία της απώλειας, σε ένα πλαίσιο που της επιτρέπει να ζει και να αναπνέει χωρίς ενοχή, μακριά από την τρέλα, η Μάγδα θεωρεί ότι ο Παύλος της έδωσε μια ευκαιρία, να ορθώσει το ανάστημα της απέναντι στον ναζισμό. Ο θάνατός του, η απαρχή της δικής της μάχης. Του το χρωστάει.
Το χρωστάει στο ίδιο της τον εαυτό. Γιατί η Μάγδα είναι Καραϊσκάκη, συγγενής του ήρωα της Επανάστασης Γεωργίου Καραϊσκάκη, από την πλευρά της μητέρας του, Ζωής Τσιμισκή. Και ξέρει από ηρωϊσμό. Τον αποδεικνύει καθημερινά, τον απέδειξε και στην κατάθεσή της στο δικαστήριο, εκεί όπου αναμετρήθηκε με τον πόνο, με τον θάνατο, με την ίδια της την ύπαρξη.
Εκεί όπου περιγράφοντας τη νύχτα που της άλλαξε τη ζωή, εξήγησε στην πρόεδρο του δικαστηρίου Μαρία Λεπενιώτη, με λόγο συγκροτημένο, ψύχραιμο και ευφυή, πώς αποχαιρέτισε το παιδί της στις έξι το απόγευμα για να το ξανασυναντήσει στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα στον νεκροθάλαμο του Γενικού Κρατικού Νικαίας. Τραβώντας πανικόβλητη τα παραβάν για να ανακαλύψει που της το έκρυβαν, αδυνατώντας να πιστέψει το αδιανόητο που της έλεγαν οι γιατροί, προσπαθώντας να ζεστάνει το παγωμένο σώμα του. Γιατί το παιδί της «ήταν ένας άγγελος, κι απλώς κοιμόταν».