Ενα από τα χειρότερα με αυτήν την κυβέρνηση της αριστεροδεξιάς είναι ότι κάνει πως ξεχνάει… Και νομίζει ότι επειδή ξεχνάει αυτή, δεν λειτουργεί η μνήμη κανενός.
Δεν ισχύει αυτό και εκεί κάπου ξεκινά αυτό το πνιγηρό συναίσθημα: «πόσο μπορεί να νομίζουν ότι μας κοροϊδεύουν;»
Το νέο ναυάγιο της διαπραγμάτευσης φέρνει στο προσκήνιο την προβληματική σχέση του Αλέξη Τσίπρα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Και επειδή η μνήμη πολλές φορές βοηθάει -επιβεβαιώνει ή διαψεύδει εντυπώσεις- οφείλει κανείς να δει την σχέση αυτή από την αρχή της.
Ο Τσακαλώτος σήμερα υποχρεούται για μία ακόμη φορά να στείλει γράμμα στους δανειστές. Και να πάρει πίσω αυτά που είχε μέσες άκρες συμφωνήσει, με υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, μπας και κλείσει η αξιολόγηση.
Οχι ότι είναι άσος της τακτικής. Σύμφωνα με τα όσα έχουν μαθευτεί από τις συζητήσεις του στα συμβούλια των Βρυξελλών, ο υπουργός Οικονομικών πήγαινε εκεί, γκρίνιαζε, απειλούσε με εκλογές, στο τέλος δεχόταν σχεδόν τα πάντα, επέστρεφε στην Αθήνα, το έπαιζε αριστερός και χάιδευε τα αφτιά του κόμματος και κάπως έτσι ήταν συνεπής με την ιδιοσυγκρασία του όλου ΣΥΡΙΖΑ.
Πρέπει όμως κανείς να θυμηθεί: ο Τσακαλώτος δεν είχε σχέση με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Ούτε με το εξάμηνο Βαρουφάκη. Ήταν όμως αυτός που έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στο Μνημόνιο.
Αφότου την έβαλε είχε κάνει τον δύσκολο. Ελεγε τότε το καλοκαίρι του 2015 και αφότου είχαν προκηρυχθεί οι εκλογές, ότι δεν ήξερε αν θα είναι υποψήφιος. Ο Τσίπρας σχεδόν τον παρακαλούσε, κάπως έτσι κατάλαβε ότι είχε «αλλάξει πίστα»: ήταν πλέον εσωκομματικός παράγων.
Και όταν αποφάσισε να είναι υποψήφιος είχε μιλήσει για τον «λαϊκισμό που αναδείξαμε εμείς»…
Το να πάρει κανείς πολύ στα σοβαρά τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης, με όρους αντίστοιχους των προηγουμένων -ακόμη και αυτής του Γιώργου Παπανδρέου- είναι μία λάθος προσέγγιση. Πολύ απλά επειδή δεν κάνουν όλοι για όλες τις δουλειές…
Μπορεί κάποιος όμως να αναγνωρίσει στον Τσακαλώτο κάποια πράγματα.
Δεν ήταν π.χ. αυτός που μίλησε για το τέλος της λιτότητας, δεν ήταν αυτός που είχε εξαγγείλει την 13η σύνταξη που τίναξε στην αέρα την διαπραγμάτευση τον περασμένο Δεκέμβριο και πάντως έχει επίγνωση του τι συμβαίνει.
Θα μπορούσε όμως μετά την ταπείνωση που έχει υποστεί από τον Αλέξη Τσίπρα να έχει παραιτηθεί και να βλέπει ταινίες της Σκάρλετ Γιόχανσον… Μάλλον είναι πλέον αργά. Φοβήθηκε και αυτός ότι θα πάρει την ρετσινιά του προδότη της Αριστεράς. Ο σύντροφος Καμμένος κάπου σε μια γωνιά θα γελάει με την καρδιά του.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας έχει «παίξει» τον Τσακαλώτο άσχημα. Τον έχει βάλει να στέλνει επιστολές, του έχει φορτώσει το Μνημόνιο, όπως και την ευθύνη γι’ αυτό την έχει φορτώσει στον Βαρουφάκη και έχει κάνει όλες τις κινήσεις που (νομίζει ότι) του δίνουν την δυνατότητα να πει κάποια στιγμή: «δεν φταίω εγώ για όλα αυτά, άλλοι τα υπέγραψαν»…
Η ασημαντότητα της διαδικασίας θυμίζει την ατμόσφαιρα κάποιων διαζυγίων. Οι λόγοι που οδηγούν σε αυτά είναι συνήθως σοβαροί. Ολοι οι εμπλεκόμενοι βλέπουν την πορεία, όμως υπομένουν μέχρις ότου δοθεί μία αφορμή, συνήθως ασήμαντη.
Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, η σχέση Τσίπρα – Τσακαλώτου μοιάζει να φτάνει στο όριο. Το να υπογράψει ο Τσακαλώτος άλλο ένα Μνημόνιο (έτσι όπως πάει η διαπραγμάτευση, προς τα εκεί οδεύουμε…), μπορεί να αποκλειστεί. Το να πάρει την ευθύνη πάνω του ο Τσίπρας, επίσης αποκλείεται ίσως και με μεγαλύτερη βεβαιότητα.
Το να κονταροχτυπηθούν οι δυο τους στην κομματική αρένα θα είναι μία ενδιαφέρουσα αν και λίγο απίθανη προς το παρόν εικόνα. Πάντως όταν γίνει, το ακροατήριο θα πάθει μάλλον την οριστική σύγχυση. Και θα βγουν από κάποια γωνία Σκουρλέτης, Φίλης και λοιποί να λένε «α, εμείς τα είχαμε πει…», σαν τους γείτονες που ακούν τους καβγάδες στα διπλανά διαμερίσματα.
Οπως έχει πει όμως εγκαίρως ο Τσακαλώτος, «όλοι μαζί τα κάνουμε». Και η φράση αυτή, όταν έλθει η ώρα θα κάνει κάποιους να συνειδητοποιήσουν ότι η βασική αιτία διαζυγίων είναι ο ίδιος ο γάμος.
Εν προκειμένω, της Αριστεράς με την εξουσία.