Η υπόθεση της διαγραφής από τη Νέα Δημοκρατία του δημάρχου Aργους, θα έπρεπε να αποτελέσει ένα μάθημα για το μέλλον, κυρίως για τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Νεωτερισμός χωρίς να σπάσεις αβγά δεν γίνεται και αφού θα τα σπάσεις που θα τα σπάσεις, σπάστα εγκαίρως. Ο ακροδεξιός αυτός δήμαρχος, αμέσως μετά την επίθεση στο Γιάννη Μπουτάρη είχε καταστήσει τη διαγραφή του αυτονόητη αλλά η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης αδράνησε ακατανόητα. Αυτό που φαινόταν εύκολη υπόθεση, σχεδόν ευκαιρία για τον κ. Μητσοτάκη, έγινε ακαταλαβίστικη αβελτηρία.
Η ΝΔ είχε ήδη εισπράξει πριν από τη διαγραφή όλο το κόστος του συμψηφισμού των ακροδεξιών εξαλλοτήτων κατά του Μπουτάρη, αφού ένα στέλεχός της είχε πρωτοστατήσει χωρίς συνέπειες – ο πονηρός ΣΥΡΙΖΑ που είναι μανούλα σε κάτι τέτοια, στρεψοδίκησε πάλι με τη γνωστή του άνεση και ξεχάσαμε για μία ακόμη φορά ότι υπάρχουν ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση. Η σωστή στιγμή της διαγραφής ήταν τότε, η επίδειξη αποφασιστικότητας και πυγμής απέναντι σε ένα μικρομεσαίο στέλεχος που πραγματικά δυσφημούσε τη ΝΔ ήταν αναγκαίο να εκδηλωθεί από την πρώτη στιγμή και όχι αφού ο αμετανόητος δήμαρχος αποφάσισε να μετρήσει μέχρι πού φτάνουν τα όρια του αρχηγού. Του οποίου ο πατέρας συνήθιζε να λέει τη φράση «ήμουν Προμηθεύς και όχι Επιμηθεύς».
Χρησιμοποίησα τη λέξη «ευκαιρία» γιατί φαίνεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πάρει την ψυχρή απόφαση να μη δώσει στον εαυτό του πολλές ευκαιρίες να σφραγίσει με το προσωπικό του στίγμα το κόμμα του, πριν γίνει Πρωθυπουργός. Σαν να φορά στολή δεξιάς παραλλαγής για να συσκοτίσει το μεταρρυθμιστικό του προφίλ, φοβούμενος την ασταθή συνοχή ενός κόμματος με πολλές αγκυλώσεις και πολλούς βαρώνους. Το σίγουρο είναι ότι, παρά τη δημοφιλία του και την προοπτική εξουσίας, δεν έχει μέχρι στιγμής εμφυσήσει στη Νέα Δημοκρατία κάτι ουσιώδες από την προσωπική του πολιτική κουλτούρα –φαντάζομαι ότι το ορόσημό του είναι η κατάκτηση της εξουσίας αλλά νομίζω ότι ο ρόλος του εν αναμονή μεταρρυθμιστή, του εν αναμονή πραγματικού εαυτού του, είναι λάθος. Αφενός γιατί ο ηγέτης πρέπει να εμπεδώνει την κυριαρχία του εξ αρχής, αφετέρου γιατί οι κατηγορίες περί πολιτικής ανακολουθίας καιροφυλακτούν, έστω και όχι με τη λέξη κωλοτούμπα που έχει κατοχυρώσει ο Αλέξης Τσίπρας.
Αντιλαμβάνομαι τη μεγάλη του δυσκολία σε ορισμένα θέματα, όπως το Μακεδονικό, να εφαρμόσει την πολιτική που όλοι ξέρουμε ότι υιοθετεί. Από την άλλη δεν ήταν απαραίτητο ούτε τα συλλαλητήρια να καλύψει πολιτικά, ούτε να αφήσει τους βουλευτές του και τον εαυτό του να μιλήσουν για μειοδοσία, διεθνή συμφέροντα και συμφέροντα των Σκοπιανών που εξυπηρετεί η κυβέρνηση. Θα μπορούσε να επιλέξει χαμηλής έντασης αντιπολίτευση στο θέμα αυτό και όχι να μιμείται τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ σε συνωμοσιολογία και διχαστικό λόγο.
Δεν αντιλαμβάνομαι, αντιθέτως, καθόλου την παθητική στάση που ακολουθεί σε όλην τη δικαιωματική ατζέντα. Εκεί θα όφειλε, όπως και η Φώφη Γεννηματά, να είναι από τους πρωτοπόρους και να μη χαρίζει στον ΣΥΡΙΖΑ εύκολες νίκες. Εκπροσωπεί ένα ευρωπαϊκό κόμμα και έχει ως ηγέτης το χρέος να διαπαιδαγωγήσει τους συντηρητικούς πολιτικούς και ψηφοφόρους του στις αρχές του δημοκρατικού και ευρωπαϊκού ιδεώδους για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ψήφοι κατά συνείδηση και προσχηματικές αποχές δεν νοούνται για έναν ηγέτη που έρχεται να εκφράσει τον εκσυγχρονισμό της συντηρητικής παράταξης. Μα σοβαρά πιστεύει ότι θα έχανε τις εκλογές αν ψήφιζε την αναδοχή παιδιού από ομόφυλα ζευγάρια; Aλλη μια χαμένη ευκαιρία να παρασύρει το κόμμα του ανώδυνα στο προσωπικό του στυλ ήταν, όπως αυτή του Καμπόσου.