Είναι φανερό ότι η Τουρκία επιχειρεί να κλείσει –ή έστω να αμβλύνει– τα περισσότερα από τα μέτωπα που εδώ και χρόνια παρέμεναν εξαιτίας της ανοικτά. Σε αυτό το πλαίσιο, βρίσκεται σε εξέλιξη μια συντονισμένη προσπάθεια σύγκλισης με την Ελλάδα – επίσης με πρωτοβουλία της Αγκυρας. Με μια πρώτη ανάγνωση και αν κανείς αναλογιστεί ότι έως πριν από λίγες εβδομάδες στην Αθήνα αναζητούσαν τρόπους αποφυγής ενός θερμού επεισοδίου –έτσι τουλάχιστον λένε σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο–, η ύφεση είναι καλοδεχούμενη. Σε βάθος χρόνου, όμως, και όσον αφορά τα δομικά χαρακτηριστικά της τουρκικής στρατηγικής έναντι της Ελλάδας, είναι σαφές ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί.
Η στροφή της Τουρκίας ήρθε εξ ανάγκης –δεν ήταν επιλογή. Οσον αφορά την αποκαλούμενη «επίθεση φιλίας» προς την Ελλάδα, έχει αναλυθεί πλέον σε βάθος ότι προέκυψε κυρίως διότι μετά τον σεισμό και λόγω της τεράστιας οικονομικής στήριξης που θα χρειαστεί, η χώρα επιχειρεί να προβάλει το προφίλ ενός μετριοπαθούς περιφερειακού παίκτη, ο οποίος πρέπει να βοηθηθεί, όχι μόνο για να καλύψει τις εσωτερικές ανάγκες του, αλλά για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Θα ήθελε κανείς εν μέσω ρωσο-ουκρανικού πολέμου και ενόψει της εμφάνισης της Κίνας στα όρια του ευρωπαϊκού προσκηνίου, μια ακόμα πιο ευάλωτη Τουρκία; Θα μπορούσε η Τουρκία να λαμβάνει 7 δισ. ευρώ από διεθνείς δωρητές στις Βρυξέλλες και την ίδια ώρα να βρίσκεται σε διαρκή κρίση με την Ελλάδα; Οι απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα είναι προφανείς.
Φοβούνται πολλοί ότι η Τουρκία φόρεσε την προβιά του καλού γείτονα, όχι μόνο για να μπορέσει να βγει από την πλέον δύσκολη συγκυρία της σύγχρονης Ιστορίας της, αλλά για να μπορέσει να κλείσει εν γένει τις εκκρεμότητές της με τη Δύση. Σε τι βαθμό, όμως, οι σχέσεις Αγκυρας – Δύσης και δη αυτές με την Ουάσινγκτον εξαρτώνται από τα ελληνοτουρκικά;
Οπως έχει αποδειχθεί και στο παρελθόν, αν και ο σκυλοκαβγάς Ελλάδας – Τουρκίας οφείλεται αποκλειστικά στη δεύτερη, κανείς δεν κοιμάται και ξυπνά με τα ελληνοτουρκικά στο προσκεφάλι του. Αρκεί, απλώς, να μη σκάσει καμία σύρραξη στη βάρδια του. Τα υπόλοιπα ελέγχονται. Αρα, το προσωπείο του «καλού Ερντογάν» λίγο θα συμβάλει στη γεφύρωση του χάσματος που έχει προκύψει μεταξύ Αγκυρας – Ουάσινγκτον, τόσο για την τουρκική στάση στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο όσο και για τα εμπόδια στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Με λίγα λόγια, η εκ νέου εκδυτικοποίηση της Τουρκίας δεν περνά μέσα από τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Και ακόμα περισσότερο: Το ενδεχόμενο η τουρκική αεροπορία να εκσυγχρονίσει τον στόλο των F-16 λίγο συνδέεται με τα ελληνοτουρκικά. Μπορεί ο Μενέντεζ να επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ότι οι Τούρκοι πετούν πάνω από ελληνικά νησιά, προσθέτει όμως και μια μακρά λίστα ζητημάτων στα οποία πρέπει να «στρίψει» η Αγκυρα.
Αλλωστε, ακόμα και αν η Τουρκία δεχθεί τους όρους των Αμερικανών για τη μη χρήση των μαχητικών εναντίον συμμαχικών χωρών, πώς εξασφαλίζεται κάτι τέτοιο σε βάθος χρόνου; Οσα χαρτιά και αν υπογράψουν, ειδικά οι Τούρκοι, όλα μπορούν να ξεχαστούν μέσα σε μια στιγμή.
Πριν από τους σεισμούς, η Ελλάδα είχε βρει ένα λειτουργικό σημείο ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Τόσο η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, όσο και η συμμετοχή της στα σχήματα συνεργασίας, αλλά πολύ περισσότερο η αμερικανική επαναπροσέγγιση της περιοχής με συγκεκριμένη στοχοθεσία, λειτουργούσε υπέρ των προτεραιοτήτων της Αθήνας, κυρίως διά της διεθνούς απόρριψης του τουρκο-λιβυκού μνημονίου, άρα και των όσων αυτό συνεπαγόταν για την Αθήνα.
Η περίοδος αναγκαστικής νηνεμίας που θα ακολουθήσει τουλάχιστον έως το ερχόμενο φθινόπωρο, αφενός δίνει περισσότερο χρόνο και χώρο για επιπλέον διεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο, αφετέρου είναι μια μεγάλη ευκαιρία για τα στελέχη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να ανασυνταχθούν, μετά τρία χρόνια διαρκούς έντασης.
Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα είμαστε λίγο των άκρων. Οσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, κάποιοι έχουν μεγάλες προσδοκίες, άλλοι έχουν μάθει να ζουν μέσα από την ένταση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεγάλες προσδοκίες για την επίλυση αυτής που ορίζεται ως ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Είναι τόσο μεγάλη η απόσταση, που η Τουρκία θα έπρεπε να κάνει πολλά βήματα πίσω και, κυρίως, να αποσύρει από το τραπέζι όλες τις στρατηγικές επιλογές της: τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών», την απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, την οποία συνδέει με την κυριαρχία τους, το θεώρημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» που παραβλέπει κάθε έννοια του Δικαίου της Θάλασσας, τη θέση περί δύο κρατών στην Κύπρο και περί «τουρκικής μειονότητας» στη Θράκη.
Καμία τουρκική ηγεσία δεν πρόκειται να τα κάνει όλα αυτά, εξ ου και είναι εν πολλοίς αμφισβητήσιμο το επιχείρημα ότι ανοίγει «παράθυρο ευκαιρίας» στα ελληνοτουρκικά. Ευκαιρία εμπέδωσης τη μη έντασης ίσως να υπάρχει, αλλά έως εκεί.
Από την άλλη πλευρά, όμως, εξίσου μαχητό είναι και το σκεπτικιστικό επιχείρημα ότι η τουρκική διπλωματία εμφανίζεται ήπια και έτοιμη να οικοδομήσει καλές σχέσεις με την Ελλάδα εις το διηνεκές, ώστε αν και εφόσον έρθει η ώρα του διαλόγου, να φέρει στο τραπέζι με χαμόγελο ολόκληρη την αναθεωρητική ατζέντα της. Και έτσι να νομιμοποιήσει όλες αυτές που η ίδια θεωρεί ως διαφορές της με την Ελλάδα. Από πότε, όμως, νομιμοποιούνται έτσι απλά οι αναθεωρητικές ατζέντες;
Η Αθήνα έχει συγκεκριμένη θέση. Αναγνωρίζει μία διαφορά με την Τουρκία – και εργαλείο επίλυσης αυτής της διαφοράς είναι το Διεθνές Δίκαιο, είτε διμερώς είτε με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οπως συμβαίνει και στην Τουρκία, έτσι ακριβώς και στην Ελλάδα: Καμία κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει σε συμβιβασμό ή, έστω, σε κάτι που θα φαντάζει στους Ελληνες ως συμβιβασμός, καθώς μέσα σε λίγες ώρες θα χάσει την εξουσία.
Στη διπλωματία, όπως και στην πολιτική, υπάρχει το πεδίο των συμβολισμών, υπάρχει και το πεδίο των πράξεων και της ουσίας. Πράγματι, οι Τούρκοι έχουν κάνει αρκετά συμβολικά βήματα, στο πλαίσιο της λογικής της αποκλιμάκωσης που συνάδει γενικότερα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Ουσιαστικά βήματα, όμως, είναι δύσκολο –έως και απίθανο– να δούμε. Αυτό, όμως, που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι για αμφότερες τις χώρες έρχεται δύσκολη –προεκλογική και μετεκλογική– περίοδος. Και σε τέτοιες περιπτώσεις, η ύφεση είναι ευεργετική.