Πόσο εύκολο είναι για την Ελλάδα και την Τουρκία να βάλουν στο περιθώριο –ή έστω να βγάλουν από το πρώτο πλάνο– τις δομικές διαφορές που τις χωρίζουν για περισσότερο από μισό αιώνα; Μετά και την τέταρτη, μέσα σε δέκα μήνες, συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν, είναι πλέον φανερό ότι οι δύο πλευρές, χωρίς την παραμικρή διάθεση να αποστούν από τις βασικές θέσεις τους, επιχειρούν να διαστείλουν κατά το δυνατόν το χρόνο νηνεμίας, τόσο στο επίπεδο της διπλωματίας, όσο και επί του πεδίου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Κάθε μία υπηρετώντας τις δικές της προτεραιότητες.
Η Αθήνα ουδέποτε είχε βλέψεις στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Η δε φιλοσοφία του Μητσοτάκη, αλλά και της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, αποτυπωμένη πια σε σειρά δημόσιων παρεμβάσεων, είναι σαφώς προσανατολισμένη στην κατεύθυνση συνεννόησης και κατάλλαγης με την Τουρκία. Μπορεί η πρώτη θητεία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να αναλώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στη διαχείριση κρίσεων, οξύτερη εκ των οποίων η ελληνοτουρκική, από το 2023 όμως και μετά η κατάσταση άλλαξε: προτεραιότητα του Πρωθυπουργού είναι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, συμπεριλαμβανομένης της αναγκαίας μετάβασης των Ενόπλων Δυνάμεων στη σύγχρονη εποχή. Μπορούν να γίνουν αυτά με μια διαρκή τουρκική απειλή έναντι της ελληνικής κυριαρχίας;
Η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, μετά τους σεισμούς του Φεβρουαρίου 2023, δεν έχει ως προτεραιότητα την εξαγωγή της κρίσης στην Ελλάδα. Ο τούρκος πρόεδρος έχει στραμμένη την προσοχή του, σχεδόν αμιγώς, στη Μέση Ανατολή. Το Παλαιστινιακό Ζήτημα και ο εν εξελίξει πόλεμος του Ισραήλ κατά της Χαμάς λειτουργεί για τον Ερντογάν ως η καλύτερη ευκαιρία για να εμφανιστεί, αφενός ο ίδιος ως ο ηγέτης των απανταχού κατατρεγμένων μουσουλμάνων, αφετέρου η Τουρκία ως η χώρα που διαμορφώνει τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, διεκδικώντας μάλιστα ρόλο ευρύτερο από αυτόν της περιφερειακής δύναμης. Αυτά ακριβώς υπηρέτησε ο Ταγίπ Ερντογάν στις κοινές δηλώσεις του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη μεταξύ τους αντιπαράθεση για το τι τελικά είναι η Χαμάς: αντιστασιακή ή τρομοκρατική οργάνωση; Σε μια «χορογραφία» εν πολλοίς αναμενόμενη, αλλά κυρίως αναίμακτη για την Αθήνα, αλλά και κερδοφόρα για την Αγκυρα.
Σε παράλληλο επίπεδο, η Τουρκία, διατηρώντας ανοικτή επικοινωνία με την Ελλάδα, ουσιαστικά στέλνει μήνυμα διαλλακτικότητας τόσο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και προς τις Βρυξέλλες. «Μας ζητήσατε να μην ανοίγουμε νέα μέτωπα με τους γείτονες και συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ κι εμείς το κάνουμε». Η εικόνα αυτή μετριάζει, εν μέρει, τη δύσκολη σχέση Μπάιντεν- Ερντογάν, με την τουρκική διπλωματία να βρίσκεται ούτως ή άλλως σε αναμονή των αμερικανικών εκλογών τον Νοέμβριο του 2024, ποντάροντας ενδεχομένως σε αλλαγή σκυτάλης στο Λευκό Οίκο. Περισσότερο τυχοδιωκτικά, παρά επί της ουσίας, καθώς η προεδρία Τραμπ –εκτός ίσως από την όποια ιδεολογική συνάφεια– δεν προώθησε τα τουρκικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η σχέση με την Ελλάδα, ειδικά από πλευράς του Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρέμεινε αναλλοίωτη, αν όχι ενισχυόμενη.
Φυσικά, ο ελέφαντας παραμένει στο δωμάτιο. Πόσο μπορεί να διατηρηθεί εν ζωή ο ελληνοτουρκικός διάλογος όταν οι αναθεωρητικές θέσεις της Αγκυρας παραμένουν ενεργές πάνω στο τραπέζι. Επειδή, όμως, οι διατυπώσεις στη διπλωματία έχουν ειδικό ενδιαφέρον και βάρος, αξίζει κανείς να ανατρέξει τόσο στις δημόσιες δηλώσεις της Δευτέρας, όσο και στη γραπτή συνέντευξη του Ταγίπ Ερντογάν στην «Καθημερινή της Κυριακής». Με αφορμή τα θαλάσσια πάρκα, ο τούρκος πρόεδρος αναφέρθηκε σε γεωγραφικά τετελεσμένα που επιχειρεί να δημιουργήσει η Ελλάδα επί «αμφιλεγόμενων καταστάσεων». Τι σημαίνει το τελευταίο; Πρόκειται για μια έμμεση, αλλά σαφέστατη, παραπομπή στην ανυπόστατη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Από το 1996 έως και σήμερα η κυριαρχία πολλών νησίδων και βραχονησίδων, ακόμα και νησιών του ανατολικού Αιγαίου τα οποία σύμφωνα με την Αγκυρα θα έπρεπε να έχουν αποστρατιωτικοποιηθεί, αμφισβητείται.
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν ξέχασε, επίσης, να ακυρώσει την πάγια ελληνική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων περί αναγνώρισης μίας μόνο διμερούς, με νομικό χαρακτήρα, διαφοράς, δηλαδή της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών. «Υποστηρίζουμε ότι τα προβλήματα πρέπει να επιλύονται ως πακέτο. Δεν πρέπει να αγνοούμε άλλα αμφιλεγόμενα σημεία εστιάζοντας σε μία και μόνο διαφορά», ήταν τα ακριβή λεγόμενα του τούρκου προέδρου στην «Καθημερινή». «Συζητήσαμε για τα αλληλένδετα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις», η ακριβής αποστροφή του στο πλάι του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Περίμενε κανείς η Αγκυρα να καταπιεί ξαφνικά τις επεκτατικές διαθέσεις της; Προφανώς και όχι, όμως ο σχετικά ήπιος τρόπος εκφοράς τους αποδεικνύει ότι η Τουρκία μιλάει σε αυτή τη συγκυρία περισσότερο για να μιλάει και όχι για να πράττει. Οπως φαινόταν ότι θα μπορούσε να κάνει την δύσκολη περίοδο 2020- 2022. Περίπου αντίστοιχη ήταν η προσέγγιση του ζητήματος της μουσουλμανικής μειονότητας, με τον Ταγίπ Ερντογάν να πηγαίνει στην Αγκυρα ένα βήμα παρακάτω σε σχέση με όσα είπε τον περασμένο Δεκέμβριο στην Αθήνα, καθώς χρησιμοποίησε τον όρο «τουρκική» και όχι «ομοεθνείς». Και εμμένοντας στο αίτημα εξασφάλισης των δικαιωμάτων της μειονότητας –αποφεύγοντας δηλαδή να μπει σε συζήτηση περί «τουρκικής ταυτότητας» και συλλογικού προσδιορισμού.
Στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών πιστεύουν ότι για να επιτευχθεί η «πολυπόθητη μακρά ειρήνη» πρέπει Ελλάδα και Τουρκία να συμφωνήσουν για τα θαλάσσια σύνορά τους: Χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα, Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες. Οχι απλώς δεν βρισκόμαστε κοντά σε αυτό το σημείο, αλλά έπειτα από τις αλλεπάλληλες συναντήσεις κορυφής και την έναρξη του πολιτικού διαλόγου, στο πλαίσιο του οποίου θα εντάσσονταν τα διπλωματικά- νομικά ζητήματα, δεν έχει καν καταγραφεί η πρώτη, απαραίτητη σύγκλιση για τη βάση εκκίνησης αυτής της συζήτησης.
Για παράδειγμα δέχεται η Τουρκία το Δίκαιο της Θάλασσας ως κοινό «εργαλείο» διευθέτησης τέτοιου είδους διαφορών; Είναι η «Γαλάζια Πατρίδα», σύμφωνα με την οποία κανένα ελληνικό νησί, ανεξαρτήτως μεγέθους, δεν έχει δικαιώματα για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, στρατηγικό δόγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής; Παραμένει σε ισχύ το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο τέμνει την Ανατολική Μεσόγειο σύμφωνα με τις επιθυμίες της Αγκυρας; Πώς μπορεί να φύγει από το τραπέζι το Κυπριακό, όταν η Τουρκία επιμένει δια στόματος Ερντογάν σε λύση αντίστοιχη με τις «πραγματικότητες» που επικρατούν στο έδαφος του νησιού, δηλαδή σε διχοτόμηση;
Στην πολιτική και στη διπλωματία, πέρα από τα σύμβολα, όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων. Οσο η Τουρκία παραμένει προσανατολισμένη στη Μέση Ανατολή, τόσο η Ελλάδα θα μένει εκτός του στοχάστρου της Αγκυρας. Μένει να φανεί έως πότε.