Το ημερολόγιο έγραφε Πέμπτη 15 Ιουλίου όταν η συμβία ενημερώθηκε ότι ήταν στενή επαφή κρούσματος. Το οποίο είχε εμβολιαστεί πλήρως, όπως και η ίδια. Oπως και εγώ. Μέσα στις επόμενες 36 ώρες είχε αρχίσει να εκδηλώνει ήδη συμπτώματα. Τρεις ημέρες μετά, το μοριακό τεστ επιβεβαίωσε ότι ήταν θετική, μάλιστα συνέπεσε χρονικά με τα δικά μου πρώτα συμπτώματα. Έχοντας ολοκληρώσει τον εμβολιασμό περισσότερες από τρεις εβδομάδες πριν, ελπίζαμε ότι θα το περάσουμε ελαφρά. Oπερ και εγένετο.
Συνοπτικά: κράτησε περίπου 10 ημέρες στον καθένα μας. Τα συμπτώματα ήταν δέκατα και χαμηλός πυρετός που έπεφτε αμέσως με ένα χάπι παρακεταμόλης, λίγο βαρύ κεφάλι, ελαφριά καταρροή, μυαλγία για εκείνη και ενοχλήσεις στον φάρυγγα για μένα. Κανένα από αυτά δεν μας έριξε στο κρεβάτι, κανένα δεν κράτησε παραπάνω από τρεις ημέρες. Το οξυγόνο μας ήταν σταθερά αρκετά πάνω από το όριο συναγερμού.
Στο τέλος της καραντίνας ήμασταν καλά και έτοιμοι να ξεκινήσουμε τις διακοπές μας. Ευτυχώς, η μετάδοση σταμάτησε σε εμάς, ούτε τα παιδιά μας κόλλησαν, παρότι παρέμεναν κοντά μας (ελλείψει και άλλης επιλογής), ούτε οι υπερήλικες γονείς μας, με τους οποίους είχαμε έρθει σε επαφή.
Μια σημαντική «λεπτομέρεια» εδώ: όλοι, πλην των μικρών βεβαίως, ήταν επίσης εμβολιασμένοι. Μεταξύ τους και το κρούσμα που μας τη μετέδωσε, όχι όμως και το άτομο από το οποίο ξεκίνησε η μετάδοση προς εμάς…
Το ημερολόγιο γράφει 22 Αυγούστου και επιστρέφουμε από τις διακοπές. Eχουμε προγραμματίσει επισκέψεις σε ιατρούς και εξετάσεις, περισσότερο για να είμαστε βέβαιοι ότι είμαστε όπως αισθανόμαστε: υγιείς. Κοιτάζοντας όχι και τόσο πίσω σκεφτόμαστε ότι τελικά ήμασταν τυχεροί που η ασθένεια και η καραντίνα πέρασαν σχετικά γρήγορα, χωρίς άλλες παρενέργειες (έως τώρα) και δεν «κάψαμε» σε αυτές τις ετήσιες άδειές μας. Λίγο ήθελε. Oπως λίγο, πολύ λίγα μέτρα για την ακρίβεια, ήθελε για να «κάψουν» οι πυρκαγιές του Αυγούστου το σπιτικό μας. Τα δύο γεγονότα δεν σχετίζονται μεταξύ τους (πέρα του ότι τα βιώσαμε το ένα μετά το άλλο), αναδεικνύουν όμως μια μεγάλη αντίφαση.
Το σπίτι γλίτωσε διότι λίγοι συγγενείς και φίλοι αγνόησαν την εντολή «εκκενώστε», παρέμειναν στο σημείο, βοήθησαν στην κατάσβεση και ενημέρωσαν τους εθελοντές πυροσβέστες οι οποίοι έσπευσαν. Στη συνέχεια οι άνθρωποι αυτοί συνέβαλαν στην περιφρούρηση και στην κατάσβεση των τοπικών αναζωπυρώσεων, σώζοντας πιθανώς και άλλα σπίτια. Aνδρες της Πυροσβεστικής επιβεβαίωναν λίγες ώρες αργότερα ότι «αν δεν ήσασταν εκεί, τα σπίτια θα είχαν πιθανότατα καεί» – όπως συνέβη με άλλα, πολύ κοντά μας. «Οι ντόπιοι μπορούν να μας βοηθήσουν, να μας δείξουν δρόμους που δεν γνωρίζουμε, αλλά και να μας ενημερώσουν αν κάποιος ή κάτι κινδυνεύει. Εμείς είμαστε στο μέτωπο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι γίνεται πίσω μας ή μέσα στον οικισμό», μας είπε αξιωματικός.
Αν κάτι βγαίνει από αυτό, όπως και από παρόμοιες ιστορίες και μαρτυρίες από όλη τη χώρα, είναι ότι η πρακτική με τη χρήση του 112 και τις εκκενώσεις σώζει ζωές, αλλά δεν φτάνει, κάτι αυτονόητο όταν έχουν καεί η μισή Εύβοια και η μισή Αττική. «Σηκώνει» μεγάλη βελτίωση και καλύτερη οργάνωση, ώστε να σώζει και (λίγη, έστω) φύση και, όπου είναι δυνατό, περιουσίες. Δείχνει, επίσης, την ανάγκη ενίσχυσης των εθελοντών της πολιτικής προστασίας, όπως και εκπαίδευσης και ενημέρωσης των κατοίκων των περιοχών που περισσότερο απειλούνται από φυσικές καταστροφές.
Αντιθέτως, η περιπετειούλα με την Covid-19 μένει στο υποκοριστικό της («ούλα») γιατί ακολουθήσαμε κατά γράμμα τις οδηγίες των αρχών και των επιστημόνων. Εμβολιαστήκαμε, μείναμε προληπτικά στην αρχή και αναγκαστικά στη συνέχεια σε καραντίνα, δεν ρισκάραμε ούτε όταν τα ελαφριά συμπτώματα υποχωρούσαν. Eτσι «καθαρίσαμε» γρήγορα, χωρίς μάλιστα να συμβάλουμε στην εξάπλωση του ιού και, έμπλεοι αντισωμάτων, πλεύσαμε προς τις διακοπές. Σε ένα μόνο σημείο «την πατήσαμε», στη μη χρήση μάσκας σε κλειστό χώρο εργασίας με εμβολιασμένους, μάλλον επειδή δεν είχαμε υπολογίσει ότι κυκλοφορούν (και «οπλοφορούν») και ανεμβολίαστοι. Δεν ήταν μεν υποχρεωτική, αλλά «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα»…
Αν κάτι βγαίνει από όλα αυτά, τουλάχιστον από τις προσωπικές εμπειρίες μας, είναι ότι η πολιτεία τα πάει καλύτερα με τον κορονοϊό στο θέμα των εμβολιασμών από ό,τι με τις πυρκαγιές. Και ας έχουμε χιλιάδες νεκρούς από την πανδημία και ένα θύμα (εθελοντής) από τις πρωτοφανείς καταστροφές. Διότι είναι βέβαιο ότι τα θύματα από την Covid-19 θα ήταν πολλαπλάσια αν δεν είχε εμβολιαστεί η μισή ενήλικη Ελλάδα. Oπως είναι βέβαιο, στη δική μας εκτίμηση τουλάχιστον, ότι θα ήταν (και θα είναι) πολύ λιγότερα αν είχε εμβολιαστεί ή το πράξει άμεσα και η άλλη μισή.
Oσοι δεν το καταλαβαίνουν, είναι μάλλον διότι δεν έχουν οι ίδιοι ή οι οικείοι τους κινδυνεύσει να «καούν» από τον κορονοϊό. Εύχομαι να μην τον συναντήσουν στο μέλλον, αλλά για να είμαι ειλικρινής, μοιάζει τόσο απίθανο, όσο το να σταματήσουν να καίγονται τα δάση μας.
Το ημερολόγιο της πανδημίας γράφει για την Κυριακή 1948 κρούσματα και 33 απώλειες. Μπορεί να μην κερδίσουμε κάτι, αλλά σίγουρα δεν θα χάσουμε κιόλας, αν το 112 έστελνε ένα SMS με περιεχόμενο σαν και αυτό: «Η πανδημία πλησιάζει την περιοχή σας. Εκκενώστε άμεσα προς το πλησιέστερο εμβολιαστικό κέντρο». Και προς τη λογική.