Ο θάνατος ενός ταυρομάχου στην Τερουέλ της Ισπανίας, όταν τα κέρατα του πληγωμένου και ερεθισμένου ζώου διαπέρασαν το στέρνο του, αποκαλύπτει πολλά για τα κατάλοιπα ανορθολογικής βαρβαρότητας που επιβιώνουν στη σύγχρονη «διαφωτισμένη» κουλτούρα μας. Μια βαρβαρότητα που πολύ βολικά έχουμε απωθήσει και συμβιώνουμε μαζί της προσποιούμενοι τους ανήξερους.
Δεν αναφέρομαι στο προφανές, δηλαδή τον αναχρονισμό και τη βιαιότητα του ίδιου του εθίμου της ταυρομαχίας. Εδώ οι απόψεις διίστανται και υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα εκατέρωθεν· η θέση όσων τάσσονται υπέρ της διατήρησης, μιλώντας εξ ονόματος της παράδοσης και επικαλούμενοι την συνεκτική και εθνοποιητική δύναμη της ταυρομαχικής τελετουργίας, δεν μπορεί να απορριφθεί αβασάνιστα και απαιτεί συγκροτημένη αντίκρουση. Εν τέλει, ο θάνατος του τορέρο μπορεί να αποδοθεί στην «κακιά ώρα», να θεωρηθεί απλώς ένα ατύχημα από αυτά που πολύ σπάνια συμβαίνουν – το προηγούμενο περιστατικό είχε συμβεί πριν 30 χρόνια, το 1985. Ατυχήματα που συμβαίνουν και σε άλλα σπορ, π.χ. ποδοσφαιριστές που πεθαίνουν αιφνίδια από ανακοπή καρδιάς. Είναι όμως δύσκολο να μεταπηδήσει κανείς στην απαίτηση κατάργησης του ποδοσφαίρου με βάση τέτοια περιστατικά.
Αυτό όμως που περνά στην επικράτεια του εξωφρενικού και ανατινάζει κάθε έννοια λογικής είναι η τιμωρία του ζώου με όρους που προσήκουν στην απονομή δικαιοσύνης μεταξύ ανθρώπων. Τα διεθνή Μέσα θεωρούν σχεδόν βέβαιο ότι ο ταύρος έχει ήδη θανατωθεί για την πράξη του. Εκτελέστηκε δηλαδή ως εγκληματίας πλήρως ικανός για καταλογισμό. Ως υπαίτιος που ήταν σε θέση να κατανοήσει το νόημα της πράξης του και τις συνέπειές της. Μια αυτόνομη ηθική οντότητα, όπως ακριβώς ο άνθρωπος, που φέρει την θεμελιώδη ικανότητα διάκρισης του καλού από το κακό και επομένως υπάγεται στην ανθρώπινη ποινική καταστολή. Ποιος ξέρει, ίσως οι δήμιοι του εικάζουν πως η εκτέλεση του ταύρου θα παραδειγματίσει επαρκώς τους άλλους ταύρους ώστε να απέχουν στο μέλλον από παρόμοιες συμπεριφορές.
Εκεί όμως που το κοντέρ της φρίκης και της κτηνωδίας τερματίζει είναι στην απαίτηση για θανάτωση, εκτός του ίδιου του «εγκληματία» ταύρου, και της μητέρας του. Υπάρχει, λένε, κάποιο παλιό έθιμο που επιτάσσει τη σφαγή της μάνας του δολοφονικού ζώου ώστε «να εκλείψει η γενιά του». Ατόφια ναζιστική λογική συλλογικής ευθύνης. Όπως θα περίμενε κανείς, για το θέμα έχει ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ φιλοζωικών οργανώσεων και σκληρών σπησιστών, οι οποίοι υπεραμύνονται της ανθρώπινης ανωτερότητας και του δικαιώματος του ανθρώπου να εξουσιάζει όλα τα υπόλοιπα έμβια του πλανήτη. Μια αντίληψη με βαθιά θεολογικές ρίζες, που ακολουθεί την εντολή του βιβλικού Γιαχβέ προς τους Πρωτοπλάστους, «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς».
Οι σπησιστές έχουν βρει τα τελευταία χρόνια φιλόξενο καταφύγιο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου αχαλίνωτα και με σκοπό την πρόκληση κοινωνούν τις αιμοχαρείς και εκδικητικές διαθέσεις τους, συχνά καλυπτόμενοι με τον μανδύα ενός ψευδοανθρωπισμού, ότι «βάζουν πρώτα από όλα τον άνθρωπο». Τέτοια παθογενή φαινόμενα πρέπει δυστυχώς να αποδοθούν, εν μέρει τουλάχιστον, σε κάποιες υπερβολές της άλλης πλευράς, της φιλοζωικής. Ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτού του φανατισμένου σπησιστικού λόγου είχαμε εδώ στην Ελλάδα με την περίπτωση των σκυλιών ροτβάιλερ που προκάλεσαν το θάνατο ενός παιδιού. Λειτουργώντας ως λαϊκά δικαστήρια, τα social media κατακλύστηκαν από κραυγές μίσους που απαιτούσαν την άμεση εκτέλεση των ζώων, προτείνοντας «μια σφαίρα στο κεφάλι» ή άλλους τρόπους ανώδυνης θανάτωσης των «κωλόσκυλων».
Στο ταραχώδες προνεωτερικό παρελθόν της Ευρώπης οι τιμωρίες ζώων, πλασμάτων που στερούνται την ανθρώπινη διάνοια, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Το πιο εκπληκτικό είναι ότι συχνά τα ζώα-θύτες προσάγονταν σε κανονικά δικαστήρια, κοσμικά ή εκκλησιαστικά, και καταδικάζονταν σε ποινές. Η πιο συνηθισμένη ήταν φυσικά η εσχάτη των ποινών, ο θάνατος. Το «ένοχο» ζώο απαγχονιζόταν, αποκεφαλιζόταν ή καιόταν στην πυρά.
Μαρτυρούνται τέτοιες δίκες από τους μέσους μεσαιωνικούς χρόνους έως και τον 18ο αιώνα, το διάστημα που ο Jacques Le Goff ονομάζει «μακρύ Μεσαίωνα». Δικάζονταν και καταδικάζονταν όλων των ειδών τα ζώα, οικόσιτα και άγρια: ταύροι, σκυλιά, άλογα, χέλια, πρόβατα, έως και δελφίνια – υπάρχει μια τέτοια μαρτυρία για δελφίνια που εκτελέστηκαν στη Μασσαλία το 1596. Την τιμητική τους όμως είχαν τα γουρούνια. Ο χοίρος, παραδοσιακά ακάθαρτος, είναι το ζώο που εμφανίζεται στα αρχεία να υφίσταται την ανθρώπινη θηριωδία συχνότερα από κάθε άλλο. Τα ζώα αυτά καταδικάζονταν και πέθαιναν με μαρτυρικό τρόπο για διάφορα παραπτώματα που αφορούσαν κυρίως τραυματισμούς και άλλες προσβολές σε ανθρώπους, ενώ κάποιο επισκοπικό δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει κεφαλική ποινή σε ένα λαίμαργο τετράποδο που έφαγε την ιερή όστια ή ασεβώς αφόδευσε εντός του ιερού ναού.
Για να μην αναφερθούμε στις εκατομμύρια γάτες που σφαγιάστηκαν, ως ακόλουθοι του Σατανά και όργανα μαύρης μαγείας, στα πλαίσια του φαινομένου που είναι γνωστό ως «Κυνήγι των Μαγισσών», μιας συλλογικής παράκρουσης και εφιάλτη της ευρωπαϊκής ιστορίας που εκτάθηκε σε πολλούς αιώνες. Το βέβαιο είναι πως αυτοί οι πρόγονοί μας, αφελείς και δεισιδαίμονες με τα σημερινά κριτήρια, που σφαγίαζαν άλογες υπάρξεις προς δόξαν του Θεού και της εγκόσμιας εξουσίας, γνώριζαν εντούτοις πολύ καλά τον πόνο και την οδύνη που ήταν σε θέση να βιώσουν τα ζώα κάτω από το δικό τους μαχαίρι.
Ίσως ακουστεί αφόρητα κλισέ, όμως ο αγώνας ενάντια στη βαρβαρότητα είναι δια βίου, ποτέ δεν κηρύσσεται περαιωμένος. Πάντα οφείλουμε να επαγρυπνούμε. Η τιμωρία των ζώων για «πράξεις» που ποτέ δεν συνειδητοποίησαν είναι ίσως μια από τις πολλές ενδείξεις αυτού που έχει περιγραφεί ως «αναμεσαιωνισμός» του κόσμου μας. Ένα από τα νήματα που μας φέρνουν σε απευθείας επαφή με τον αγριότερο και κτηνωδέστερο πυρήνα της ύπαρξής μας, το σαδιστικό μάγμα που διαρκώς παλεύει να βρει διέξοδο προς την επιφάνεια.