Υπάρχει μία μεγάλη ομάδα ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ που το 2019 δάνεισε την ψήφο της στον κ. Μητσοτάκη, με στόχο να απαλλαγεί η Ελλάδα από την καταστροφική διακυβέρνηση του κ. Τσίπρα. Σήμερα, στις δημοσκοπήσεις, ένα σημαντικό μέρος δηλώνει ότι είναι έτοιμο να ξαναψηφίσει το ΚΙΝΑΛ (η δημοσκοπική αύξηση των ποσοστών του σε μεγάλο ποσοστό οφείλεται σε αυτούς τους πολίτες). Υπάρχουν ακόμη πολλοί πολίτες, ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ που ψήφισαν τον κ. Μητσοτάκη αλλά σήμερα δηλώνουν αναποφάσιστοι.
Επίσης, υπάρχουν και ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που το 2015 ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το 2019 ψήφισαν τον κ. Μητσοτάκη και που σήμερα προβληματίζονται. Επιπλέον, υπάρχουν και οι δημοκρατικοί πολίτες (παλαιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ στην πλειοψηφία τους) που το 2019 απείχαν από τις εκλογές διότι, αφενός ήταν βαθιά απογοητευμένοι από την ανίκανη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν μπορούσαν να ψηφίσουν για πρώτη φορά Δεξιά, την ΝΔ και βέβαια δεν τους συγκινούσε το ΚΙΝΑΛ.
Όλοι αυτοί οι πολίτες θα κρίνουν την δύναμη των κομμάτων και το εκλογικό αποτέλεσμα. Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα το κρίνουν οι «μόνιμοι» ψηφοφόροι των κομμάτων που δεν μετακινούνται. Οι «μόνιμοι» δεν είναι αρκετοί για να εκλέξουν την επόμενη κυβέρνηση. Δυστυχώς, η νέα ηγεσία του ΚΙΝΑΛ απευθύνεται μέχρι τώρα μόνο στους ‘μόνιμους ‘ ψηφοφόρους, στο 8%, και όχι σε όλους αυτούς τους πολίτες. Δεν λαμβάνει υπόψιν της τους προβληματισμούς, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους.
Το μείζον ζήτημα – που θέτουν οι πολίτες- και που θα αντιμετωπίσει το ΚΙΝΑΛ στις επερχόμενες εκλογές είναι το θέμα της κυβερνησιμότητας και των συνεργασιών. Θα πρέπει η ηγεσία του να ξεκαθαρίσει πολύ πριν τις πρώτες εκλογές το τι πρόκειται να κάνει, δηλαδή με ποιο κόμμα μπορεί να συνεργαστεί ώστε να υπάρξει κυβέρνηση (αν θέλει να συνεργαστεί) και κάτω από ποιες προϋποθέσεις. Δεν είναι αρκετό να το ξεκαθαρίσει μόνο ο κ. Ανδρουλάκης. Πρέπει οι πολίτες να γνωρίζουν τι θέση έχει, και τι θα κάνει ο κάθε υποψήφιος βουλευτής του ΚΙΝΑΛ που διεκδικεί την ψήφο τους, για να μην έχουμε μετά δυσάρεστες εκπλήξεις. Δεν είναι δυνατόν, ούτε επιθυμητό να κρυφτούν οι βουλευτές πίσω από την απόφαση του αρχηγού. Διότι, μπορεί οι βουλευτές να δεσμεύονται από την κομματική πειθαρχία, αλλά ο πολίτης θα πρέπει να γνωρίζει από πριν τι πιστεύει ο βουλευτής που στέλνει στη Βουλή και τι θα κάνει σε κάθε περίπτωση.
Υπάρχουν τέσσερις επιλογές:
1. Η πρώτη επιλογή είναι και η πιο απλή: το ΚΙΝΑΛ δεν συνεργάζεται με κανέναν, δεν θέλει πρωθυπουργό τον νικητή των εκλογών, είτε είναι ο κ. Μητσοτάκης, είτε είναι ο κ. Τσίπρας. Συνεπώς, να συνεργαστούν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ ή να έχουμε συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις. Το να είναι πρώτο κόμμα, το ΚΙΝΑΛ ακόμη δεν το ισχυρίστηκε.
Είναι η πιο απολίτικη και ανεύθυνη θέση. Το ΚΙΝΑΛ αποποιείται τον ρόλο του ως κόμμα εξουσίας. Προσπαθεί με υπεκφυγές να μην αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες. Διότι πιστεύει ότι, αν τις αναλάβει, θα καταστραφεί, όπως έγινε το 2015. Δεν έκανε όμως ποτέ σοβαρή αυτοκριτική, ώστε να αναλύσει τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό, αλλά και ποιοι ευθύνονται. Και δεν εξηγεί γιατί θεωρεί ότι η κυβερνητική εξουσία πάντα φθείρει; Είναι αλήθεια ότι η κυβερνητική εξουσία πάντα φθείρει, ανίκανες όμως κυβερνήσεις. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που σοβαρές κυβερνήσεις ανανέωσαν την εξουσία τους και κυβέρνησαν για πολλά χρόνια. Συνεπώς το ζήτημα είναι αν πιστεύει το ΚΙΝΑΛ ότι μπορεί να συμβάλει σε μια επιτυχημένη σοβαρή διακυβέρνηση της χώρας ή όχι. Εάν δεν το πιστεύει, θα επιστρέψει σε μονοψήφιο ποσοστό.
2. Η δεύτερη επιλογή είναι η καιροσκοπική θέση. Να αποφασίσει το ΚΙΝΑΛ μετά τις εκλογές, να μην πει τίποτε πριν τις εκλογές.
Η επιλογή αυτή είναι υποτιμητική για τους πολίτες που καλούνται να ψηφίσουν το ΚΙΝΑΛ. Η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ θα αποφασίσει για το τι τη συμφέρει να κάνει μετά τις εκλογές, αλλά δίχως να έχει την έγκριση των ψηφοφόρων της! Θεωρεί τους ψηφοφόρους υπηκόους και όχι πολίτες που έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν. Η επιλογή αυτή δεν θα συγκινήσει πολλούς πρώην ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ και το σημερινό δημοσκοπικό αποτέλεσμα θα συρρικνωθεί.
3. Η τρίτη επιλογή είναι η συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η επιλογή αυτή σίγουρα βρίσκει αντίθετους όχι μόνο τους μελλοντικούς ψηφοφόρους, αλλά και μεγάλο ποσοστό των «μόνιμων» ψηφοφόρων του. Συνεπώς:
Η ηγεσία θα πρέπει να δηλώσει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει την ψήφο αυτών των πολιτών. Διότι οι δημοκρατικοί πολίτες μπορεί να ξέχασαν και να συγχώρησαν τα ψέματα, τις κωλοτούμπες, τις υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, τις αυταπάτες, αλλά δεν ξέχασαν τους εξευτελισμούς που υπέστησαν τα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Από τις εξευτελιστικές ουρές στα ATM των τραπεζών, τον θαυμασμό σε ολοκληρωτικά καθεστώτα (Τσάβες, Μαδούρο, Κάστρο), την ένοχη συγκάλυψη της απαράδεκτης συμπεριφοράς του πρέσβη της Βενεζουέλας (και την κραυγαλέα αφωνία σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις), την εξόχως ταπεινωτική και επικίνδυνη έκκληση για βοήθεια στον κ. Πούτιν, μέχρι τους εναγκαλισμούς με τον κ. Καμένο και την προνομιακή μεταχείριση της Χρυσής Αυγής.
Τι σχέση μπορεί να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ με την «προοδευτικότητα» που διαλαλεί; Πώς μπορεί ένα εντελώς λαϊκίστικο κόμμα όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι προοδευτικό; Πώς μπορεί το ΚΙΝΑΛ να συνεργαστεί με ένα κόμμα –από το οποίο υπέστη ουκ ολίγους προπηλακισμούς και εξευτελισμούς— που βοήθησε την παραβατικότητα, εμφάνισε αντιδημοκρατικές έως ολοκληρωτικές συμπεριφορές, όταν επιχείρησε με κάθε τρόπο να κλείσει εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια που δεν του άρεσαν, όταν επιχείρησε να στήσει παράνομα και στα κρυφά μέσα προπαγάνδας (που ερευνώνται από την Δικαιοσύνη) και που προσπάθησε για την αλλοίωση του πολιτεύματος με την σκευωρία της Novartis (Βενιζέλος στη Βουλή) με θύματα και από το ίδιο το ΚΙΝΑΛ;
Εάν το ΚΙΝΑΛ δηλώσει πρόθεση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σίγουρο ότι η ομάδα αυτή των πολιτών θα στραφούν ξανά στον κ. Μητσοτάκη. Επιπλέον, και ένα σημαντικό ποσοστό των παλαιών ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ (του 8%) θα το εγκαταλείψει. Θα μείνουν μόνο εκείνοι με τα ‘δυνατά αντιδεξιά αντανακλαστικά’ και από τους βουλευτές εκείνοι που προσδοκούν ότι ο κ. Τσίπρας θα τους δώσει κάποιον ρόλο. Βουλευτές που έχουν εύκολα ξεχάσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν τους αποκαλούσε γερμανοτσολιάδες, αλλά τώρα τους κατατάσσει στον προοδευτικό του χώρο!
Επιπλέον, η δήλωση μη συνεργασίας, ακυρώνει όλη την στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για επάνοδο στην εξουσία. Με συνέπεια, να απελευθερώνεται ένα σημαντικό ποσοστό πολιτών που πάντα ψηφίζουν για κυβερνητική εξουσία και ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, τώρα να ψηφίσουν ένα άλλο κόμμα με προοπτική κυβερνητικής εξουσίας. Αποτέλεσμα: μείωση της δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ, πιθανή αύξηση του ΚΙΝΑΛ.
4. Η τέταρτη επιλογή είναι η συνεργασία με τον κ. Μητσοτάκη.
Η κυβερνητική θητεία του κ. Μητσοτάκη έχει να επιδείξει και καλές επιδόσεις, αλλά και κακές. Η κυβέρνηση είχε επιτυχίες και αποτυχίες. Πράγματα που ενοχλούν και πράγματα που πήγαν καλά. Δικαιολογίες υπάρχουν ως ένα βαθμό, ότι δυστυχώς συνέβησαν πολύ σοβαρά γεγονότα που η πλήρης αντιμετώπιση τους δεν ήταν στο χέρι της Ελλάδας. Μπορεί η αυτοδύναμη κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη να τα πάει πολύ καλύτερα; Πολύ δύσκολα. Το μοντέλο διακυβέρνησης πάσχει. Η συγκέντρωση όλης της εξουσίας στο Μαξίμου και ο υποβαθμισμένος ρόλος των υπουργών δημιουργεί προβλήματα, όπως και η εξάντληση ανεύρεσης ικανών στελεχών. Οι περισσότερες απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που προεκλογικά εξαγγέλθηκαν και έχει ανάγκη ο τόπος, δεν έγιναν ή κόλλησαν. Από έλλειψη στρατηγικής, ικανών προσώπων, πόρων, φόβου, και προτεραιοτήτων; Αλλά δεν έγιναν. Μεταρρυθμίσεις που θα βοηθούσαν σημαντικά το κυβερνητικό έργο, αλλά και τους πολίτες.
Η είσοδος στην κυβέρνηση του ΚΙΝΑΛ μπορεί να διορθώσει αρκετά πράγματα. Μπορεί να σπρώξει τα πράγματα προς τα εμπρός. Να αναβαθμίσει τον ρόλο του υπουργικού συμβουλίου και των υπουργών. Να προωθήσει νέα ικανά στελέχη σε καίριες θέσεις. Να αναγνωρίσει ότι υπάρχουν ικανά στελέχη από την ηγετική του ομάδα και να τα προωθήσει σε θέσεις κλειδιά. Μόνο όταν το πράξει, θα έχει το δικαίωμα να το απαιτήσει και από τον κ. Μητσοτάκη στην επιλογή των υπουργών του και των ανωτέρων στελεχών της δημόσιας διοίκησης. Αλλοίμονο, όχι ξανά σε ποσοστώσεις, και μοίρασμα της εξουσίας και των καρεκλών, αλλά στόχευση στην διαφάνεια και την αξιοκρατία. Να προωθήσει τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Κυρίως στον μεγάλο ασθενή: στην δημόσια διοίκηση, όπως και στην Παιδεία, στην Υγεία, στη Δικαιοσύνη.
Εχει όμως το ΚΙΝΑΛ όραμα, στρατηγική και επεξεργασμένες θέσεις για το τι θέλει να κάνει, τι θα απαιτήσει από τον κ. Μητσοτάκη για να συνεργαστούν; Έχει την κουλτούρα, τα κατάλληλα στελέχη για να προωθήσουν και να υπηρετήσουν μια τέτοια επιλογή; Ή θα αναγκαστεί να πάει σε συνεργασία όπως πήγε το 2012 με τα γνωστά αποτελέσματα;
Η εύλογη ερώτηση που συχνά ακούγεται και γράφεται είναι: αν ανακοινώσει την πρόθεση συνεργασίας πριν τις εκλογές, τότε γιατί να ψηφίσουν οι πολίτες το ΚΙΝΑΛ και όχι κατευθείαν την ΝΔ; Διότι απλούστατα οι ψηφοφόροι που δάνεισαν την ψήφο τους στον κ. Μητσοτάκη στις προηγούμενες εκλογές, – όχι ότι το μετάνιωσαν εντελώς, αλλά δεν είναι και πολύ ευχαριστημένοι και προβληματίζονται- ή απείχαν από τις εκλογές, δεν θέλουν την μονοκρατορία του κ. Μητσοτάκη. Θέλουν μια πιο στιβαρή, αποτελεσματική και τολμηρή κυβέρνηση. Θέλουν έναν σοβαρό αντίβαρο στην άσκηση της εξουσίας, που σήμερα δεν υπάρχει. Θέλουν ένα σοβαρό κόμμα στην κυβέρνηση να προωθεί τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, κάτι που η ΝΔ δυστυχώς δεν το κάνει στον απαιτούμενο βαθμό. Υπάρχει βέβαια η πιθανότητα σε ένα ποσοστό των «μόνιμων» ψηφοφόρων του, να μην αρέσει αυτή η επιλογή. Το όφελος όμως είναι πολύ μεγαλύτερο.
Υπάρχει στον προβληματισμό για την συνεργασία και η εξωφρενική απαίτηση, να μην είναι πρωθυπουργός ο νικητής των εκλογών, αλλά άλλο πρόσωπο που θα επιβάλει το ΚΙΝΑΛ, το τρίτο ηττημένο κόμμα. Δηλαδή να καταργηθεί η αρχή της δεδηλωμένης, Αν ο κ. Ανδρουλάκης ελπίζει ότι μετά από 4-7 χρόνια, το ΚΙΝΑΛ θα είναι πρώτο κόμμα, αλλά όχι αυτοδύναμο (διότι και ο κ. Μητσοτάκης κάποτε θα χάσει), τότε δέχεται να μην γίνει πρωθυπουργός; Τι νόημα έχουν οι εκλογές και η βούληση των πολιτών; Οι πολίτες κυρίως για πρωθυπουργό ψηφίζουν.
Η καλύτερη στρατηγική που είναι επωφελής για το ΚΙΝΑΛ, είναι η ανακοίνωση της πρόθεσης συνεργασίας με την ΝΔ από την πρώτη Κυριακή των εκλογών, με όρους και στόχους που θα τους έχει δημοσιοποιήσει αρκετά νωρίς, πριν από τις εκλογές. Χρειάζεται χρόνος για την επίτευξη μιας επιτυχημένης συνεργασίας. Η περιπέτεια των δεύτερων εκλογών κανέναν δεν συμφέρει και κυρίως δεν είναι επωφελής για την Ελλάδα. Αν η συνεργασία γίνει την δεύτερη Κυριακή, τότε θα γίνει με δυσμενέστερους όρους για το ΚΙΝΑΛ.
♦ Οι δεύτερες εκλογές δεν συμφέρουν τον κ. Τσίπρα. Είναι δύσκολο να παραμείνει αρχηγός και μετά από δεύτερη εκλογική ήττα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Κάποτε πρέπει να λειτουργήσει και η ανάληψη ευθύνης και η πολιτική αξιοπρέπεια.
♦ Δεν συμφέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σίγουρο ότι θα χάσει 30-40 βουλευτές που είχαν ήδη εκλεγεί στις πρώτες εκλογές, λόγω του νέου εκλογικού νόμου και του bonus των 30 εδρών στο πρώτο κόμμα. Και δεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν την βουλευτική έδρα (αν είναι και με λίστα, θα γίνει χαμός) αλλά επίσης, είναι άλλοι τόσοι εκλεγμένοι βουλευτές από την πρώτη Κυριακή, που δεν θα ξέρουν αν θα επανεκλεγούν, διότι αυτό θα εξαρτηθεί από το νέο δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα στις περιφέρειες τους, και το πώς θα γίνει η νέα κατανομή των εδρών.
♦ Δεν συμφέρουν οι δεύτερες εκλογές το ΚΙΝΑΛ γιατί σίγουρα θα μειωθεί το ποσοστό του – θα φθάσει σε μονοψήφια ποσοστά. Θα χάσει και αυτό περισσότερους από τους μισούς βουλευτές του, λόγω εκλογικού νόμου και μείωσης των ποσοστών του. Πώς αντιμετωπίζεται ένα τέτοιο γεγονός; Κρίση ηγεσίας; Η παράδοση και η αξιοπρέπεια θα οδηγήσει τον κ. Ανδρουλάκη σε παραίτηση.
♦ Αν επιδιώξει συνεργασία το ΚΙΝΑΛ από την πρώτη εκλογή, ακυρώνει και τον πειρασμό (και τον εκβιασμό) του κ. Μητσοτάκη και της ΝΔ. Αν το ποσοστό της ΝΔ στις πρώτες εκλογές πλησιάζει το 36%, είναι πολύ εύκολο να υποκύψει στον πειρασμό της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές. Θα υπάρχει και η πίεση των 30-40 υποψηφίων βουλευτών που δεν εκλέχτηκαν την πρώτη Κυριακή και θα εκλεγούν την δεύτερη. Εξαρτάται όμως από την δικαιολογία προκήρυξης των νέων εκλογών. Όποιος θεωρηθεί υπεύθυνος και αρνηθεί την συνεργασία θα χάσει. Οι πολίτες θα τιμωρήσουν είτε την αλαζονεία, είτε την ανευθυνότητα.
* Ο Γιώργος Βογιατζής είναι MD, PhD με εξειδίκευση στην διεξαγωγή κλινικών μελετών και στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων