Εχουμε έναν δημοτικό παιδικό σταθμό στη γειτονιά, μπουκιά και συγχώριο. Τον ζαχάρωνα από ανύπαντρη: Να δεις που μια μέρα εδώ θα φέρνω το μωρούλι που (θα) κάνω, έλεγα.
Το έλεγα – και το έκανα. Ή μάλλον, προσπάθησα.
Ο σταθμός της γειτονιάς προς μεγάλη μου έκπληξη (ήμουν άσχετη με το άθλημα «γονιός») μας κατέταξε στην ανώτατη εισοδηματική κλίμακα και μας έκοψε ένα κουστουμάκι, «τροφεία» το έλεγαν, στα 200 ευρώ μηνιαίως. Αυτά το 2009. Τελικώς δώσαμε κάτι ολίγον περισσότερο και επιλέξαμε ιδιωτικό, περισσότερο για την πολυτέλεια του «πόρτα-πόρτα» σχολικού, που είναι, μην κρυβόμαστε, μια πολύ μεγάλη ευκολία για τον εργαζόμενο γονιό.
Εξεπλάγην τότε που στο δημόσιο ζήτησαν τόσα χρήματα για το… δωρεάν προνήπιο, αλλά μετά μού φάνηκε λογικό. Επαιρνα έναν καλό μισθό. Είχε νόημα η ιδέα του να καταβάλλω, ανάλογα με τις δυνατότητές μου, ένα ποσό, έτσι ώστε η διπλανή μητέρα που εργαζόταν με τον βασικό -κι αυτόν πετσοκομμένο- να μην χρειάζεται να πληρώνει τίποτα για την ίδια παροχή. Και κανείς να μη γνωρίζει ποιος πληρώνει τι – αυτά είναι απόρρητα στοιχεία, και πολύ σωστά.
Η ιδέα των διδάκτρων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση -σε στυλ «λέμε και καμιά βλακεία να περνάει η ώρα»- εμένα δεν μου φαίνεται και πολύ βλακεία. Θα τη συζητούσα, έστω και ως υπόθεση εργασίας. Το χτικιό της παραπαιδείας δεν γιατρεύεται βεβαίως τόσο εύκολα, αλίμονο αν δαγκώναμε τέτοιο καρότο.
Ωστόσο, το ήδη υπάρχον και αποδεκτό μοντέλο των βρεφονηπιακών που χρεώνουν τροφεία με βάση κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια θα μπορούσε, κάτω από τις πρωτοφανείς συνθήκες κατάρρευσης της δημόσιας εκπαίδευσης, να μελετηθεί λίγο πιο σοβαρά.
Το ενδεχόμενο μιας κλιμακούμενης γονεϊκής συνδρομής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν μου προκάλεσε άμεσο αποπληκτικό επεισόδιο. Σίγουρα δεν με εξενεύρισε τόσο, όσο τα νταβατζιλίκια των πρόσθετων, υπέρογκων φόρων σε ανύπαρκτες υπηρεσίες
Τη γνώμη μου και μόνον βεβαίως γράφω, αλλά ως γονιός, ναι, θα το έβλεπα. Θα έβλεπα μάλιστα και ένα μέρος αυτού του «ταμείου» να διατίθεται απευθείας στα σχολεία προκειμένου να καλυφθούν οι ιδιαίτερες προτεραιότητες κάθε εκπαιδευτικής μονάδας.
Θα έβλεπα επιτροπές δημιουργικής συνεργασίας διδασκόντων και γονέων, αντί για τα μολυσμένα από κομματική λύσσα φέουδα αντιπάλων συλλόγων. Θα έβλεπα ένα χέρι μπογιά σε μια υγρή, ξεσοβατισμένη αίθουσα, μια επείγουσα υδραυλική ή ηλεκτρολογική επισκευή, ένα γερό λίφτινγκ στην σκουριασμένη μπασκέτα, ένα πλήρες φαρμακείο πρώτων βοηθειών, μια ελκυστική αίθουσα πολλαπλών χρήσεων. Ο,τι τέλος πάντων θα ρωτούσες ένα διευθυντή και μια επιτροπή γονέων και μαθητών να σου πουν πως έχουν απόλυτη και ζωτική ανάγκη για να πάει ένα σκαλί πιο ψηλά το σχολειό «τους».
Σε κάθε περίπτωση, το ενδεχόμενο μιας κλιμακούμενης γονεϊκής συνδρομής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν μου προκάλεσε άμεσο αποπληκτικό επεισόδιο. Σίγουρα δεν με εξενεύρισε τόσο, όσο τα νταβατζιλίκια των πρόσθετων, υπέρογκων φόρων σε ανύπαρκτες υπηρεσίες (μπλοκάκια που δεν κόβουν αποδείξεις, ακίνητα που δεν απέδωσαν ποτέ εισόδημα, υπέρογκες εισφορές υπέρ μυστηριωδών «τρίτων» που όμως, δεν εκπίπτουν από το φορολογητέο σύνολο του υπόχρεου) και μυριάδων άλλων πλαγίων βαμπιρικών αφαιμάξεων. Ολων αυτών των πρώην και επόμενων χαρατσιών που καταλήγουν στη Μεγάλη Μαύρη Τρύπα του πορτοφολιού. Αλλα και του εγκεφάλου μας.