Θυμάστε τον Λουκάνικο; Εκείνο το γλυκό μποέμ (όχι αδέσποτο) σκυλάκι, το μπάσταρδο, που σε κάθε διαδήλωση πήγαινε μαζί με τον κύριό του και γάβγιζε στους αστυνομικούς με τις ασπίδες για να τους αποτρέψει από την επίθεση; Θυμάστε που έτρωγε και δακρυγόνα και μετά τον έπαιρναν στην άκρη οι διαδηλωτές και του έριχναν νερό στα μάτια και στη μύτη για να τον ανακουφίσουν;
Ο Λουκάνικος δεν υπάρχει πια. Αφησε ήρεμος την τελευταία του πνοή πάνω στον καναπέ του κυρίου του, στις 10 Οκτωβρίου του 2014. Η είδηση είχε μεταδοθεί διεθνώς από τον BBC. Η όμορφη μουσούδα του όμως είχε ήδη μπει στην κορνίζα του Time ως ένα από τα πρόσωπα του 2011.
Τα τηλεοπτικά πλάνα με τον Λουκάνικο (το αληθινό του όνομα ήταν Θοδωρής) ήταν τα πιο όμορφα εκείνης της επαναστατικής εποχής για την Ελλάδα. Ηταν προτού βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν όλοι μας νιώθαμε λίγο επαναστάτες, ξαπλωμένοι στον καναπέ μας. Δεν τρώγαμε τα δακρυγόνα στα μάτια όπως εκείνο το θαρραλέο σκυλάκι. Παίζαμε τους επαναστάτες στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Μιλάω για εμάς που τώρα θέλουμε μεταρρυθμίσεις αλλά που τότε είχαμε γοητευθεί από το επαναστατικό πνεύμα στους δρόμους των ελληνικών μεγαλουπόλεων και φλερτάραμε με την ιδέα να ψηφίσουμε για πρώτη φορά ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Λουκάνικος ήταν ένα πολύ όμορφο και πολύ αγνό σύμβολο για εκείνη την επανάσταση. Δεν ήταν σούπερ μοντέλο που καθαρίζει καμιά δεκαριά εκατομμύρια τη χρονιά από δουλειές στα social media και από συμβόλαια με μάρκες καλλυντικών. Δεν ακολουθούσε κόνσεπτ όταν την έπεφτε στους αστυνομικούς. Όμως τους έκανε να γελάνε, συνήθως. Και με τον δικό του τρόπο χαλάρωνε την ένταση. Μετά άντε να τον κερνούσαν πίσω στα Εξάρχεια και κανένα λουκάνικο.
Ο αστυνομικός που χαμογελάει στο σποτ της Pepsi όταν η Κένταλ Τζένερ, με το Vetements πάτσγουορκ τζιν της (που κοστίζει ένα χιλιάρικο), του προσφέρει την Pepsi της, είναι ένα όμορφο μοντέλο, που υποδύεται πως γοητεύεται από τη μποέμ διαδηλώτρια.
Την ίδια ώρα μια σκουρόχρωμη μουσουλμάνα φωτογράφος εμπνέεται για να βγάλει τη φωτογραφία που θα την κάνει διάσημη. Μετά δύο τραβεστί αγκαλιάζονται, κάτι άλλοι μαύροι χορεύουν χαρούμενοι, δύο λεσβίες κάνουν με τα δάχτυλά τους το σήμα της νίκης. Ενας ασιάτης τσελίστας χαιρετάει τη διαδηλώτρια με την Pepsi – αυτή η ματιά υπόσχεται μελλοντικό ραντεβού. Γύρω όλοι κοιτάζονται μεταξύ τους με αγάπη και χαμόγελο και τότε πέφτει το σλόγκαν: «Ζήσε έντονα. Ζήσε φωναχτά. Ζήσε για το τώρα».
Αυτή η διαφήμιση, φυσικά, δεν δημιουργήθηκε για να χλευάσει το νέο αντι-τραμπικό επαναστατικό κίνημα της showbiz στις ΗΠΑ. Μιλάω για το κίνημα που μάχεται μέσα στα social media υπέρ του δικαιώματος της διαφορετικότητας, και πολλαπλασιάζει likes και followers σε όποιον το υποστηρίζει. Αυτή η διαφήμιση δημιουργήθηκε για τον ίδιο ακριβώς λόγο που η Τζένιφερ Λόρενς φοράει το φεμινιστικό μπλουζάκι του Dior – με τον οίκο μόδας τη συνδέει ένα συμβόλαιο εκατομμυρίων. Η Pepsi, δηλαδή, μέσω της Τζένερ και ο Dior μέσω της Λόρενς ψάχνουν πελάτες μέσα στο αντι-τραμπικό κίνημα. Λογικό αν το δεις με όρους μάρκετινγκ: αυτό το κίνημα πουλάει περισσότερο απ΄οτιδήποτε άλλο αυτή τη στιγμή στην «αγορά» των social media.
Ομως όταν είσαι επικοινωνιολόγος και πας να κάνεις τέτοιες εξυπνάδες, πρέπει να είσαι προσεκτικός. Αλλά οι επικοινωνιολόγοι της Pepsi εν προκειμένω έκαναν μια γκάφα. Παρουσίασαν το σποτ τους στις 4 Απριλίου, την ημέρα δηλαδή που γιόρταζαν οι ΗΠΑ την 49η επέτειο από τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Του πολιτικού και ακτιβιστή, ο οποίος αγωνίστηκε στ’ αλήθεια για τα Ισα Δικαιώματα και έχασε τη ζωή του γι’ αυτά. Οι αντιδράσεις για το σποτ ήταν άμεσες στα social media. Προκλήθηκε μεγάλη σύγχυση η οποία αρχικά ήταν ασαφής. Ως συνήθως ο καθένας έλεγε τα δικά του. Οταν όμως η κόρη του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Μπερνίς Κινγκ, μία μέρα μετά την επέτειο έγραψε στο Twitter: «Αν ο μπαμπάς ήξερε τη δύναμη της Pepsi», τότε το πράγμα σοβάρεψε.
Αυτή η ανάρτηση της Μπερνίς Κινγκ ήταν που έκανε τελικά τους επικοινωνιολόγους του αμερικανικού επιχειρηματικού κολοσσού να ζητήσουν την απόσυρση του σποτ, δημοσιεύοντας παράλληλα μια «συγνώμη».
Και όχι μόνο αυτό… αλλά από φόβο μήπως η πρωταγωνίστρια Κένταλ Τζένερ (ο Λουκάνικος της ιστορίας δηλαδή), βάλει του δικηγόρους της μαμάς της να τσακίσουν την Pepsi για επαγγελματικό διασυρμό και βλάβη, επειδή την παρέσυρε σε αυτό το ολίσθημα, η εταιρεία διευκρίνισε με δεύτερη δήλωση: «Η Κένταλ Τζένερ δεν φέρει καμία ευθύνη».
Κι έτσι τα social media κράτησαν την αγαπημένη τους επανάσταση αμόλυντη από το ιμπεριαλιστικό αναψυκτικό.
Οι χίπηδες πάλι, το 1971, που δεν είχαν social media, δεν είχαν καταφέρει να κρατήσουν τη δική τους επανάσταση αμόλυντη από το έτερο αμερικανικό ιμπεριαλιστικό αναψυκτικό. «Θα ήθελα να κεράσω τον κόσμο μία Κόκα», τραγουδάνε στο σποτ της εποχής οι ηθοποιοί με τα καφτάνια και τις καμπάνες του Τσιβιλίκα, στα λιβάδια, σε μια μελωδία του βρετανού τραγουδοποιού Ρότζερ Γκρίναγουεϊ που θυμίζει χορωδία των μορμόνων.
Αλλά τελικά οι χίπηδες ήταν επανάσταση;