Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορείς να επιχειρηματολογήσεις σοβαρά έχοντας απέναντί σου έναν κλόουν. Γιατί δεν παίζετε στο ίδιο παιχνίδι. Και το χειρότερο είναι ότι τελικά καταλήγεις να μοιάζεις με αυτόν. Χωρίς να είναι καν η πρόθεσή σου. Γι’ αυτό και στη σύγχρονη πολιτική σκηνή ο Τραμπ και τα απανταχού «αντίτυπά» του, φαίνεται να κερδίζουν κατά κράτος. Και το μόνο πράγμα που δείχνει να αποτελεί ανάχωμα στην επέλαση του νέου πολιτικού λόγου είναι η κωμωδία. Με άλλα λόγια, όταν η πολιτική κάνει κωμωδία ήρθε η ώρα η κωμωδία να κάνει πολιτική.
Το παράδειγμα του κωμικού σόου «Saturday Night Live» στις ΗΠΑ είναι χαρακτηριστικό. Ο Αλεκ Μπόλντουιν άρχισε να μιμείται τον Ντόναλντ Τραμπ από τη στιγμή που ο τελευταίος εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή. Και σιγά-σιγά έγινε ίσως η πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση. Αποδομώντας με χειρουργική ακρίβεια τον πυρήνα της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του και του λόγου του.
Και στη συνέχεια προστέθηκαν κι άλλοι κωμικοί που επέκτειναν τις μιμήσεις τους στα υπόλοιπα πρόσωπα που αποτελούν τον θίασο που περιστοιχίζει τον νέο πρόεδρο. Η Μελίσα ΜακΚάρθι που παρωδεί τον εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου Σον Σπάισερ μέσα σε δύο εβδομάδες έγινε viral σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το ίδιο και η Κέιτ ΜακΚίνον που υποδύεται μια ημίτρελη Κέλιαν Κόνγουει, την υπεύθυνη καμπάνιας του Τραμπ που στη συνέχεια έγινε η πιο στενή σύμβουλός του.
Και ξαφνικά το σατιρικό σόου έγινε πιο σημαντικό –σε πολιτικό επίπεδο– από ποτέ, όπως γράφει και το Time. Τα σκετς του αποτελούν πολιτικές παρεμβάσεις. Αναπαράγονται παντού. Η θεαματικότητά του έφτασε στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων έξι χρόνων. Και το καλύτερο; Παρέσυρε τον Τραμπ να ανοίξει διάλογο μαζί του. Να κάνει απαξιωτικά tweets και να τους κατηγορεί για μεροληψία. Με άλλα λόγια οι όροι αντιστράφηκαν. Τώρα ο «κλόουν» προσπαθεί να μιλήσει σοβαρά και να αντιμετωπίσει αυτούς που τον σατιρίζουν. Αναγκάστηκε δηλαδή να παίξει «εκτός έδρας». Στο γήπεδο της κωμωδίας. Που δεν την κατέχει και τόσο.
Και δεν είναι μόνο οι αντίδρασή του στις μιμήσεις που αφορούν τον ίδιο. Η καταλυτική αποδόμηση της Μελίσα ΜακΚάρθι στον εκπρόσωπο Τύπου Σον Σπάισερ, έχει αρχίσει να δημιουργεί προβλήματα και σ’ αυτόν. Η κωμικός τον υποδύθηκε σαν μια σουρεαλιστική ημίτρελη καρικατούρα, τραβώντας τις απλώς πραγματικές αντιδράσεις του στα άκρα. Και όλοι συνειδητοποίησαν με έκπληξη ότι δεν απείχε και τόσο πολύ από την πραγματικότητα. Ακόμα και ο ίδιος ο πρόεδρος που, όπως γράφει το Politico, δεν χαίρεται καθόλου όταν οι άνθρωποί του παρουσιάζονται αδύναμοι. Που στα «τραμπικά» μεταφράζεται ως «δεν του αρέσει να παρουσιάζονται γελοίοι». Δηλαδή όπως ακριβώς είναι.
Αυτή είναι όμως ακριβώς και η δύναμη της κωμωδίας. Καταφέρνει να σμπαραλιάσει την σοβαροφάνεια του «τίποτα» και τα λαϊκιστικά επιχειρήματα. Και να τα παρουσιάσει σε μια μικρή υπερβολή, χωρίς την ασυλία που τους παρέχει η θέση εξουσίας. Και η επισημότητα που τα πλαισιώνει. Σαν να λέει «δεν φταίω εγώ που σε κοροϊδεύω. Εσύ άρχισες πρώτος. Απλώς εγώ το κάνω καλύτερα».
Το φαινόμενο της άνθησης της διακωμώδησης της πολιτικής δεν περιορίζεται βέβαια στις ΗΠΑ, ούτε στο «Saturday Night Live». Παντού σε όλο τον πλανήτη, όπου υπάρχει πολιτικός λόγος που υποτιμά τη νοημοσύνη του κοινού, η κωμωδία ανθίζει. Και δεν είναι μόνο από επαγγελματίες κωμικούς. Με κάθε νέο κρούσμα το Διαδίκτυο επιδίδεται πλέον σε ένα γιγαντιαίων διαστάσεων brain storming, στο οποίο συμμετέχουν θεωρητικά όλοι. Και τα αστεία που προκύπτουν είναι πάντα σπαρταριστά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τίτλοι όπως «χαμός στο twitter» ή «το twitter οργίασε» βρίσκουν περίοπτη θέση στα, κατά τα άλλα σοβαρά, δελτία ειδήσεων.
Το μόνο που μένει να απαντηθεί, είναι αν η διακωμώδηση μπορεί να επηρεάσει και τα εκλογικά αποτελέσματα, τόσο αποτελεσματικά όσο η post-truth. Αν δηλαδή βοηθάει το κοινό να συνειδητοποιήσει την κενότητα και την υστεροβουλία του πολιτικού λόγου ή αν πρόκειται απλώς για μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της παλιάς επιθεώρησης. Οπου το κοινό γελούσε με τους πολιτικούς αλλά παρ’ όλα αυτά τους ψήφιζε. Διότι ο μόνος κίνδυνος όταν διακωμωδείς κάποιον είναι να τον κάνεις σιγά-σιγά μέρος της πραγματικότητας. Δηλαδή αποδεκτό. Και κυρίως οικείο.