Από τη Μεταπολίτευση και μετά οι κυβερνήσεις προκύπτουν από ένα σταθερό εκλογικό σύστημα. Με εξαίρεση την περίοδο 1989-1993, οι κυβερνήσεις σηματίζονταν επειδή το πρώτο κόμμα εξασφάλιζε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής, χάρη σε ένα μπόνους που του έδινε ο εκλογικός νόμος (σήμερα είναι 50 έδρες).
Πάγια θέση της Αριστεράς ήταν η κατάργηση αυτού του μπόνους και η καθιέρωση του συστήματος της «απλής και άδολης» αναλογικής. Δεν έγινε ποτέ (πλην της περιόδου του ’89). Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε πρώτη φορά κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2015 με αυτό το σύστημα. Είχε την ευκαιρία να το αλλάξει αμέσως, για να δώσει δείγμα γραφής τουλάχιστον σε αυτό. Δεν το έκανε. Εγινε κυβέρνηση δεύτερη φορά τον Σεπτέμβριο του 2015, χάρη σε αυτό το «καταραμένο» μπόνους.
Και ξαφνικά μαθαίνουμε ότι η κυβέρνηση επείγεται να αλλάξει το εκλογικό σύστημα και μάλιστα αναζητεί τη συμμαχία όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης(πλην της ΝΔ), ώστε ο νέος νόμος να ψηφιστεί από 200 βουλευτές και να ισχύσει από τις προσεχείς εκλογές(διαφορετικά θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα).
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Δυστυχώς, δύο αρνητικά ενδεχόμενα:
Πρώτον, η κυβέρνηση έχει το νου της (ξανά) στις εκλογές. Εδώ ο κόσμος καίγεται και το κυβερνητικό επιτελείο προσπαθεί να μεθοδεύσει πώς δεν θα χάσει την εξουσία.
Παρά τον φαινομενικά άδικο χαρακτήρα του εκλογικού μπόνους στο πρώτο κόμμα, ενδεχόμενη κατάργησή του μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα φέρει. Να περιοριστεί, αλλά όχι να καταργηθεί. Να δίνεται, για παράδειγμα, στο πρώτο κόμμα, αν το ποσοστό του είναι τέτοιο που επιτρέπει το σχηματισμό κυβέρνησης
Δεύτερον (και συναφές, βεβαίως), το ίδιο κυβερνητικό επιτελείο σκαρφίζεται τρόπους ώστε το αντίπαλο μεγάλο κόμμα, εν προκειμένω η ΝΔ, να μη μπορέσει να κυβερνήσει, αν νικήσει στις επόμενες εκλογές. Αυτή η περίπτωση θυμίζει πολύ καθαρά τις μεθοδεύσεις της καταρρέουσας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ του 1989, που άλλαξε τον εκλογικό νόμο (με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ είχε κυβερνήσει δύο τετρατίες), ώστε να μη μπορέσει να κυβερνήσει η, επελαύνουσα τότε, ΝΔ του (πατρός) Μητσοτάκη. Το σύστημα έγινε (σχεδόν) απλή αναλογική (ήταν η αποκληθείσα «κουτσογιωργική αναλογική», από το όνομα του εμπνευστή της, μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα). Χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και το ποσοστό της ΝΔ να αγγίξει το 47% για να πάρει 150 έδρες και (με μια τσόντα από άλλο κόμμα) να σχηματίσει κυβέρνηση.
Οι εποχές έχουν αλλάξει, τα πάθη έχουν αμβλυνθεί, αλλά φαίνεται ότι οι πρακτικές της φαυλότητας παραμένουν. Η νέα κυβέρνηση δεν πρόλαβε να συμπληρώσει τις πρώτες εκατό ημέρες της και αναλώνεται σε δευτερεύοντα ζητήματα.
Φυσικά, ο εκλογικός νόμος χρειάζεται αλλαγή, ώστε να εξυγιανθεί η πολιτική ζωή. Να σπάσουν οι μεγάλες περιφέρειες, να εφαρμοστεί ενδεχομένως ένα είδος του γερμανικού συστήματος, ώστε να ψηφίζουμε χωριστά για κόμμα και χωριστά για υποψήφιο βουλευτή, που ενισχύει την αξιοκρατία, να περιοριστεί όσο γίνεται η εξάρτηση των υποψηφίων από ποικίλα συμφέροντα και άλλα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αυτά πρέπει να γίνουν και όχι να φτιάξουμε ένα σύστημα που θα εμποδίζει τον αντίπαλο να σχηματίσει κυβέρνηση. Αυτό, εκτός από επιτομή της φαυλότητας, είναι και επιζήμιο για τον τόπο. Οι εκλογές δεν είναι αυτοσκοπός, γίνονται για να έχει η χώρα κυβέρνηση. Αν καθιερωθεί σύστημα απόλυτης αναλογικής (ακόμα και αυτό συζητούν κάποιοι κυβερνητικοί εγκέφαλοι, προκειμένου να αποτραπεί ο σχηματισμός κυβέρνησης από τη ΝΔ του υιού Μητσοτάκη), τότε είναι πιθανό η χώρα να περιπέσει σε ακυβερνησία. Αν μέχρι τώρα χρειάζονταν δύο κόμματα για να σχηματισθεί πλειοψηφία (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ με Σαμαρά και ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με Τσίπρα), η «απλή και άδολη» αναλογική θα απαιτήσει τρία και περισσότερα κόμματα, αν υποθέσουμε ότι τα αποτελέσματα θα είναι ανάλογα με αυτά των δύο τελευταίων εκλογών.
Μπορεί, λοιπόν, η απόλυτη αναλογική να φαίνεται ως το πιο «δημοκρατικό» και «δίκαιο» σύστημα, αλλά μπορεί και να μην είναι και έτσι. Το 1989 αποδείχτηκε ότι δεν ήταν. Σήμερα μπορεί να ενισχύσει τις χωρίς αρχές συνεργασίες πολλών κομμάτων και κομματιδίων, με στόχο τη νομή της εξουσίας. Φαντάζεται κανείς πώς θα κυβερνήσει μια κυβέρνηση( με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΝΔ), όταν πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα στις απαιτήσεις τριών ή τεσσάρων κομμάτων; Οι ισορροπίες θα γίνουν παραλυτικές και η χώρα δεν θα κυβερνιέται, σε μια εποχή που χρειάζεται να λαμβάνονται διαρκώς καίριες αποφάσεις.
Γι’ αυτό, παρά τον φαινομενικά άδικο χαρακτήρα του εκλογικού μπόνους στο πρώτο κόμμα, ενδεχόμενη κατάργησή του μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα φέρει. Να περιοριστεί, αλλά όχι να καταργηθεί. Να δίνεται, για παράδειγμα, στο πρώτο κόμμα, αν το ποσοστό του είναι τέτοιο που (μαζί με ένα μπόνους, ας πούμε 20-30 εδρών και με μια συνεργασία άλλου κόμματος) επιτρέπει το σχηματισμό κυβέρνησης. Τρόποι πολιτικά έντιμοι υπάρχουν.
Φυσικά, τα μικρότερα κόμματα μπορεί να δελεαστούν από τον πρόταση που θα τους κάνει ο κ. Τσίπρας (την έκανε ήδη στον Δημήτρη Κουτσούμπα του ΚΚΕ) για απλούστερη ή και εντελώς απλή αναλογική, αν και το δικό τους κέρδος σε έδρες θα είναι πολύ μικρό (2-4 έδρες παραπάνω το καθένα, ανάλογα με το ποσοστό του).Θα ενισχυόταν μόνο το δεύτερο κόμμα και το πρώτο θα αποδυναμωνόταν.
Αν ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ σχεδιάζουν τον νέο εκλογικό νόμο μόνο και μόνο για να εμποδίσουν τη ΝΔ του Μητσοτάκη να σχηματίσει κυβέρνηση (ότ)αν κερδίσει τις εκλογές, μόνο κακή υπηρεσία θα προσφέρουν στον τόπο. Και καλά θα κάνουν τα μικρά κόμματα να μην πέσουν στην εύκολη παγίδα με το δέλεαρ του κέρδους ελάχιστων εδρών.
Επιπλέον, οι σημερινοί κυβερνώντες πρέπει να γνωρίζουν ότι, αν το κομματικό σύστημα κονιορτοποιηθεί (πολλά κόμματα του 2% έως 2,5% στη Βουλή), τότε η πιθανότερη βιώσιμη κυβερνητική λύση θα είναι αυτή των δύο μεγάλων κομμάτων. Θα υποχρεωθούν, δηλαδή, να συγκυβερνήσουν με τη ΝΔ, υπό την πίεση και των Ευρωπαίων. Κάτι που (υποτίθεται) δεν θέλουν.
Εν κατακλείδι, ας έχουν κατά νου την προειδοποίηση της Γραφής: «Οστις σκάπτει λάκκον, θέλει πέσει εις αυτόν…»