Σάββατο 29 Αυγούστου του 1959. Στο κατάμεστο Ηρώδειο ο Κάρολος Κουν παρουσιάζει τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, σκηνικά και κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη, μετάφραση Βασίλη Ρώτα, κίνηση Ραλλούς Μάνου. Την επόμενη μέρα το πρωτοσέλιδο της Καθημερινής γράφει: «Καλλιτεχνικόν σκάνδαλον εις το Ηρώδειον». Η Βραδυνή έχει τον τίτλο «Βεβήλωσις». Νωρίς το πρωί της Κυριακής 30 Αυγούστου εκδίδεται η ακόλουθη ανακοίνωση: «Ανακοινούται από το υπουργείον Προεδρίας της Κυβερνήσεως ότι κατ’ εντολήν του κ. Κωνσταντίνου Τσάτσου ματαιούται η δευτέρα παράστασις των «Ορνίθων» του Αριστοφάνους, η οποία επρόκειτο να δοθεί σήμερον Κυριακή και ώραν 20.30. Το χθες εμφανισθέν έργον ατελέστατα προπαρασκευασμένον απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου, ωρισμέναι δε σκηναί αυτού παρουσιάσθησαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού».
«Αίσχος, σταματήστε» φώναζαν κάποιοι από το κοινό. «Συνεχίστε» παρότρυναν άλλοι. Το έργο κρίθηκε πολύ πολιτικοποιημένο ενώ αυτό που προκάλεσε την έκρηξη ήταν η εμφάνιση ενός παπά με καλυμμαύχι σε μια σκηνή θυσίας , να χρησιμοποιεί βυζαντινούς ύμνους. Ανατρέχω σε αυτά τα στοιχεία παρακολουθώντας με ενδιαφέρον την ύποπτα οργισμένη επίθεση που δέχεται ο Νίκος Καραθάνος για τους «Ορνιθες» που σκηνοθέτησε και παρουσίασε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Υποπτη γιατί δεν αφορά τόσο τις σκηνοθετικές επιλογές, τον τρόπο που έφερε στη σκηνή το έργο του Αριστοφάνη, τα ευρήματα, τις καταργήσεις και τις επινοήσεις. Αλλά για το γεγονός ότι δεν επιχείρησε αυτό που θεωρείται από κάποιους το πρέπον: μία αναβίωση. Γιατί έφυγε από τον μύθο, την συγκλονιστική εμπειρία της παράστασης του Κουν και έφτιαξε κάτι άλλο. Εφτιαξε τους δικούς του «Ορνιθες», τους δικούς μας «Ορνιθες», τους «Ορνιθες» της εποχής μας, με υλικά εντελώς φρέσκα, βιωματικά, με τρυφερότητα, με γκάφες και στιγμές μεγαλείου, με αυθορμητισμό που κάπου ξέφυγε αλλά και με αισθαντικότητα που σε έκανε να ιδρώνεις.
Επικαλούνται τον Κουν για να κατακεραυνώσουν τους νέους «Ορνιθες», ακόμα και αυτοί που δεν είδαν την παράσταση. Με βλοσυρή βεβαιότητα απορρίπτουν, εξανίστανται, φρίττουν. Ανεβάζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βίντεο της υπέροχης παράστασης (που ο Κουν ξαναδούλεψε και εξέλιξε), συγκλονιστικά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από την παράσταση, τραγούδια που έχουν γίνει σάρκα και ψυχή μας. Τα ανεβάζουν με ύφος ιεροκήρυκα. Σαν να ανάβουν κεράκια σε μνημόσυνο, σαν να λιβανίζουν για να ξορκίσουν το κακό. Βλέπουν τα σλιπάκια Ατθίς και το καλσόν του Λούλη και τις γυμνόστηθες με τα δίκανα στο χέρι και τα ανοιχτά χαβανέζικα πουκάμισα πάνω στα ιδρωμένα σώματα και ριγούν από οργή. Και εγώ λέω ότι ο Κουν θα έφτυνε κατάμουτρα όσους το 2016 οραματίζονται αναβιώσεις και απορρίπτουν την προσπάθεια για μια νέα ανάγνωση, ένα νέο παραστατικό βίωμα.
Κι ας σπάσουμε τα μούτρα μας, πρέπει να φτιάξουμε τους δικούς μας «Ορνιθες». Το οφείλουμε στον Κουν και στον Χατζιδάκι – που καθόλου δεν θα σοκάρονταν με τα σλιπάκια και τα χαβανέζικα πουκάμισα, λέω εγώ. Αφού κάποιοι μιλούν εξ ονόματος του Κουν και του Χατζιδάκι, εγώ, που τους γνωρίζω από το δημιουργικό τους σύμπαν και μόνο, λέω ότι θα οργίζονταν μαζί μας αν δεν προσπαθούσαμε να βρούμε το νέο τρόπο, τη νέα γλώσσα, αν τους χρησιμοποιούσαμε ως όριο και δίχτυ ασφαλείας. Ναι να πέσουμε, να ματώσουμε, να βρούμε τη γλώσσα, το σώμα να ακολουθήσει, να φτιάξουμε τους δικούς μας «Ορνιθες».
Καθόλου σεμνότυφα. Απροσχημάτιστα. Ακομπλεξάριστα. Χωρίς φόβο της πτώσης. Με ενσαρκωμένο το κείμενο. Με συνέπεια στην εποχή μας και αυτό που τώρα γαργαλά τα σωθικά μας. Αφήστε μας να φτιάξουμε τους δικούς μας «Ορνιθες». Γιατί μπορούμε. Λέω εγώ. Και χωρίς να ξεχνώ διαβάζω προσεκτικά τον Χατζιδάκι που έλεγε «Πιστεύω στον θάνατο της μνήμης και στην ανάσταση των επιθυμιών εν μέσω ρόδων, γιασεμιών και υακίνθων. Και τούτο εγένετο, αμήν».