Τώρα που πέρασε η πρώτη εντύπωση από τον εκούσιο θάνατο του Αλέξανδρου Βέλιου, πρέπει να αναγνωρίσουμε στο διάβημά του κάτι πρωτόγνωρο και ιδιαίτερα σημαντικό για την κοινωνία μας: είναι η πρώτη φορά που ένα από τα βασικά διλήμματα της Βιοηθικής τοποθετείται στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος. Σε όλες τις προηγμένες κοινωνίες, όχι μόνο η ευθανασία, αλλά και οι αμβλώσεις, η αντισύλληψη, η εξωσωματική γονιμοποίηση, η δωρεά οργάνων αποτελούν θέματα μεγάλου ενδιαφέροντος, συχνά μάλιστα βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της πολιτικής ατζέντας, ιδίως σε προεκλογικές περιόδους. Ο λόγος είναι ότι, στις αληθινά «ανοιχτές» κοινωνίες η ελευθερία της συνείδησης και της γνώμης κρίνεται ακριβώς στα ευαίσθητα προβλήματα που διχάζουν έντονα, καθώς συνδέονται με βαθιές πεποιθήσεις, θρησκευτικές ή φιλοσοφικές.
Στο ζήτημα της ευθανασίας, μια από τις σοβαρότερες προκλήσεις είναι η σχέση της τελευταίας με την πολιτική της υγείας. Το καταλαβαίνουμε αυτό, αν σκεφτούμε ότι μείζων αξία για κάθε πολίτη, αλλά και για την Πολιτεία, θεωρείται η προστασία της υγείας. Μπροστά σε αυτή την αξία, όχι απλώς οποιαδήποτε άλλη υποχωρεί, αλλά και η εξυπηρέτησή της δικαιολογεί κάθε μέσον, κάθε κόστος. Κι όμως η λύση της ευθανασίας που επιλέγει κάποιος όταν ο πόνος και η ταλαιπωρία από την ασθένεια έχουν καταβάλει τη σωματική και την ψυχική του αντοχή, φαίνεται να αντιβαίνει σε αυτό το «απόλυτο» αξίωμα. Γιατί, τότε, ο ασθενής προτιμά να μην επιμείνει στην φροντίδα της υγείας του, εν όψει ενός αγαθού που ο ίδιος θεωρεί υπέρτερο.
Το παράδειγμα της ευθανασίας δείχνει ότι, για πολλούς, η ζωή δεν αποτελεί απλώς ένα σύνολο βιοχημικών διεργασιών, που πρέπει να διατηρείται «πάση θυσία», ανεξάρτητα μάλιστα από το τι θέλει το ίδιο το υποκείμενό της
Όταν η θεραπευτική αγωγή είναι τόσο «επιθετική» που καταλήγει πιο οδυνηρή από την ίδια την ασθένεια ή όταν απλώς συντηρεί μια σταθερή κατάσταση της υγείας, παρατείνοντας μεν το προσδόκιμο της επιβίωσης, χωρίς όμως να εξασφαλίζει και μια ανεκτή για τον συγκεκριμένο ασθενή ποιότητα, η αξιοπρέπεια, δηλαδή ο σεβασμός που έχουμε απέναντι στον εαυτό μας και απαιτούμε να έχουν και οι άλλοι απέναντί μας, «ανταγωνίζεται» εκ των πραγμάτων την αξία της υγείας, ακόμη και της ίδιας της ζωής.
Η υγεία, λοιπόν, σε παρόμοιες εξαιρετικές καταστάσεις, φαίνεται να έχει σχετική αξία. Το παράδειγμα της ευθανασίας δείχνει ότι, για πολλούς, η ζωή δεν αποτελεί απλώς ένα σύνολο βιοχημικών διεργασιών, που πρέπει να διατηρείται «πάση θυσία», ανεξάρτητα μάλιστα από το τι θέλει το ίδιο το υποκείμενό της. Γι’ αυτούς, η ζωή -επομένως και η υγεία- έχουν νόημα, υπό τον όρο ότι η αξιοπρέπεια και η αυτονομία του υποκειμένου είναι εξασφαλισμένες: το αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι σε θέση να το κρίνει μόνον ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος και κανείς άλλος!
Αν με την παραδοχή αυτή προσεγγίσουμε όλο το φάσμα των υπηρεσιών υγείας, τα συμπεράσματα θα μας εκπλήξουν. Γιατί τα παραγνωρισμένα σήμερα δικαιώματα του ασθενούς, ιδίως απέναντι στον ιατρό (και η αντίστοιχη ευθύνη του δεύτερου), –το δικαίωμα στην πληροφόρηση, η αρχή της συναίνεσης, η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των ευαίσθητων δεδομένων υγείας κ.λπ.- αποκτούν ιδιαίτερη κρισιμότητα. Καθώς αποτελούν τις εγγυήσεις της αξιοπρέπειας, τα δικαιώματα του ασθενούς απαιτούν συγκεκριμένα μέτρα για την ριζική αναδιοργάνωση της πολιτικής της υγείας, με στόχο στην πραγματικότητα τον «εξανθρωπισμό» της.
Είναι καιρός να αφήσουμε πίσω έναν παρωχημένο ιατρικό πατερναλισμό που εξακολουθεί να βλέπει τον ασθενή σαν παθητικό αποδέκτη ιατρικών πράξεων (συχνά περιττών και παράλογα ακριβών) και να υιοθετήσουμε επιτέλους τη στάση των αναπτυγμένων, ελεύθερων κοινωνιών: ο ασθενής –κάθε ασθενής- πρέπει να έχει τον τελικό λόγο για τη φροντίδα της υγείας του, διότι σε τελική ανάλυση το επιβάλλει η αξιοπρέπειά του: χωρίς αυτήν, ίσως τα υπόλοιπα να μην έχουν τόσο νόημα…
* Ο Τάκης Βιδάλης είναι συνταγματολόγος, επιστημονικός συνεργάτης της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και εμπειρογνώμων στην ΕΕ