Πριν από πολλά χρόνια, στη δεκαετία του 1970 και μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980, το έλεγαν στρατευμένη Τέχνη. Ή πολιτικό τραγούδι (και θέατρο). Ή πολιτικοποιημένο. Ή, στην πιο φλου αρτιστίκ εκδοχή του, επαναστατικό. Ήταν τότε που η Μαρία Δημητριάδη τραγουδούσε μελοποιημένους από τον Θάνο Μικρούτσικο στίχους του Βόλφ Μπίρμαν και του Ναζίμ Χικμέτ. Που ο Ρίτσος τραγουδιόταν στις ταβέρνες. Που η μεγάλη επιτυχία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου ήταν «Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς». Που στα θέατρα έπαιζαν τα άπαντα του Μπρεχτ (άντε και λίγο Γκόρκι). Χώρια που τα γήπεδα έπεφταν στις συναυλίες του Θεοδωράκη.
Τυχαία και περιορισμένα, χάριν οικονομίας λέξεων, τα παραδείγματα. Κάποια στα όρια της γραφικότητας αλλά αυτή ηταν η φωνή της περιρρέουσας Αριστεράς και της επανάστασης κόντρα στο κατεστημένο. Γνωστή και αναγνωρίσιμη. Μιάς Αριστεράς όμως που οι ηγέτες της ηταν ο Ηλιού και ο Κύρκος. Οπως λοιπόν απο τον Ηλιού φτάσαμε στον Τσίπρα, έτσι και ο λόγος του Γιάννη Ρίτσου αντικαταστάθηκε από τον λόγο του Γιάννη Ζουγανέλη. Οπως η Μαρία Φαραντούρη και η Μαρία Δημητριάδη «στρατεύονταν» καλλιτεχνικά υπέρ της ιδεολογίας τους, έτσι η Δήμητρα Ματσούκα στρατεύει τον λογαριασμό της στο Instagram υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Από τον Μάνο Κατράκη στον Κλέωνα Γρηγοριάδη. Και από το «Λίγο ακόμη να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα» του Θεοδωράκη στο «Πιο χαμηλά, πιo χαμηλά» της Αντζυ Σαμίου. Γιατί αυτοί είναι σήμερα όχι η φωνή αλλά η παραφωνία της «επανάστασης». Και μη σας μπερδεύουν «επιμένοντες» και «ανανήψαντες». Αυτοί που λένε ότι μετάνιωσαν επειδή στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, μετάνιωσαν επειδή ο Τσίπρας δεν ήταν όσο Τσίπρας τον ονειρεύτηκαν. Αν ο Τσίπρας δηλώσει οτι μετάνιωσε και ο ίδιος που δεν ήταν αρκούντως Τσίπρας, θα «ξανατσιπρίσουν» όλοι.
Πώς όμως η φωνή της Αριστεράς με τα εξαιρετικά ελληνικά της έγινε μια κακοποιημένη γλώσσα; Πώς το ιδεολογικό φρόνημα έγινε αλλαλάζουσα συνομωσιολογία; Μην το ψάχνετε. Για τον ίδιο λόγο που στη θέση του Ηλιού βρίσκεται ο Τσίπρας. Αμβλύνθηκαν οι ανοχές μας – και δεν είναι της ώρας να μιλήσουμε για τα «γιατί» και τα «διότι». Μόνο όμως σε μια κοινωνία με πολύ ξεχειλωμένες ανοχές θα διέπρεπε καλλιτεχνικά για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες ο Γιάννης Ζουγανέλης. Αντε στην αρχή να ήταν χαριτωμένο το χοντροκομμένο – επιπέδου πενταήμερης – χιούμορ του. Τόσα χρόνια όμως; Με τα ίδια κείμενα, τις ίδιες μούτες, τις ίδιες χοντράδες. Ποια η διαφορά από τον Σεφερλή; Επειδή ο Ζουγανέλης πρόλαβε και δήλωσε αριστερός; Γιατί άλλη διαφορά δεν έχουν. Ο Σεφερλής μάλιστα μοιάζει πιο έντιμος γιατί δεν προσποιείται ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που παριστάνει. Και, το κυριότερο, δεν παίζει τον πολιτικό αναλυτή.
Μεταλλάσσοντας το ομολογουμένως υπάρχον (όχι βέβαια και τίποτα σπουδαίο) ταλέντο του σε πραμάτεια, ο Ζουγανέλης ευτελίζει και την παραμικρή καλλιτεχνική πρόφαση προκειμένου να μαζέψει λεφτά. Δικαίωμα του. Αλλά μέχρις εδώ. Ας μείνει στον ρόλο του κλόουν, στα τροχάδην του από μαγαζί σε μαγαζί, μήπως και πέσει κάτω κανένα ευρώ, στις διαφημίσεις του και στην εκπομπή που πρόλαβε να καβαντζώσει στη συριζέικη ΕΡΤ όταν ακόμη το μέλλον όλων των ιδιωτικών καναλιών ήταν αβέβαιο και πριν ο ίδιος αρχίσει να βρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Ή, αν θέλει να έχει πολιτικό λόγο, ας καλλιεργήσει έναν στοιχειώδη πολιτικό πολιτισμό. Αυτόν που δεν θα του επέτρεπε να χαρακτηρίσει (στην εκπομπή της Μενεγάκη μάλιστα) τον Κωνσταντίνο Καραμανλή «μαλάκα» για να λοιδορήσει, άνευ άλλου επιχειρήματος, το «Ανήκουμε στη Δύση». Αν ο Γιάννης Ζουγανέλης αμφισβητεί, έτσι όπως αμφισβητεί, ότι ανήκουμε στη Δύση και κάποιοι «τσιμπάνε», τότε μάλλον ανήκουμε στο τσίρκο.
Η εκφορά του πολιτικού λόγου με όρους αναψυκτηρίου της δεκαετίας του 1980 είναι φαιδρό αλλά συγχρόνως άκρως ανησυχητικό σύμπτωμα. Γιατί όταν η μπαλαφάρα εγκατασταθεί στον πολιτικό λόγο συμβαίνει ό,τι περίπου με την οδοντόπαστα και το σωληνάριο. Οπως δεν ξαναμπαίνει η οδοντόπαστα στο σωληνάριο, έτσι είναι και εξαιρετικά δύσκολο να βγει η μπαλαφάρα από τον πολιτικό λόγο.