Τους παρατηρώ. Τους μεν ν’ αρνούνται πεισματικά να τρυπήσουν, να φτάσουν πυρήνα, κάπου να υπολογίσουν την «πρόθεση». Έχει, διάολε, κάποια αξία και η πρόθεση. Άλλη η πρόθεση πίσω από την ιδεολογία του κομμουνισμού, άλλη η πρόθεση του φασισμού. Άλλο η πρόθεση, ακόμα και της αναρχίας, μέσα από την ιδεολογία του Μπακούνιν, που απαιτεί την ύψιστη ωριμότητα του ατόμου και τον ακραίο σεβασμό του, στην πολιτεία των συμπολιτών. Ουτοπίες; Εκ του αποτελέσματος, ναι. Αλλά και πώς αλλιώς.
Εν τέλει, καταβαραθρωμένες προσγειώσεις, βάρβαρες ισοπεδώσεις, απάνθρωπα πειράματα πάνω στις σάρκες και στις ψυχές των ανθρώπων, γενιές αιμορραγούσες . Και το χειρότερο. Συλλήβδην παραδομένοι στον καπιταλισμό, ως θριαμβευτή. Είναι; Δεν έχει και απάνθρωπες ρωγμές το σύστημα; Ποιοι, πώς το φρένο; Άστο γι΄άλλο κείμενο. Επί του παρόντος… Τους παρατηρώ… Τους μεν να δρασκελάνε την «πρόθεση», αλλά και τους δε… Πόσο θλιβερά αστείοι, πόσο εγκληματικά αυτό-τυφλοί, οι δε! Βολεμένοι, χορτάτοι, μαμμόθρεφτοι, συνήθως κρατικοδίαιτοι, εξυπακούεται δυσκοίλιοι να αναφερθούν στα εγκλήματα του κομμουνισμού, όταν πέρασε από την ιδεολογία στην εφαρμογή, στην πράξη. Παρατηρώ τους μεν, τους δε, κι έρχεται στο μυαλό μου εκείνος. Ο σοφός μου. Άκου την ιστορία του.
Ήταν ένας άνδρας, που όποτε τον συναντούσα, με τον μυαλό μου τον χώριζα στη μέση. Από τη μέση κι επάνω διέκρινα έναν σωματώδη γοητευτικό με ένα πλατύ χαμόγελο, που νόμιζες ότι είχε τη δύναμη να στύψει πέτρα, Αλλά από τη μέση και κάτω έχανα τα μέλη του σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Τα «έχανα», γιατί έσπρωχνα το βλέμμα μου να μην του δείξω, ότι βλέπω. Υποψιάζομαι, ότι αυτή είναι η πιο δύσκολη μάχη που καλείται να δώσει κάθε άνθρωπος που στυγνά κατατάσσεται στους διαφορετικούς.
Από την άλλη, εκείνο το αναπηρικό του καρότσι έμοιαζε με ένα παράταιρο όχημα χαράς. Και τι δεν είχε κρεμάσει! Φουντίτσες, χρώματα, παιχνίδια. Και σε κάποιο σημείο του, αποκόμματα από γερμανικές εφημερίδες. Πώς να τις διαβάσω;
Κάποια μέρα, συνάντηση τη συνάντηση, πιάσαμε την κουβέντα σε ένα πρακτορείο εισιτηρίων στο νησί. «Αναρωτιέμαι τι γράφουν αυτές, οι εφημερίδες;». Πρόθυμα μου απάντησε. Την ιστορία του έγραφαν. Εκείνος ήταν στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Ανατολικογερμανός. Έζησε στο πετσί του την ταινία «Οι ζωές των άλλων». Την ημέρα του γκρεμίσματος, του Τείχους του Βερολίνου, ήταν ένας από το πλήθος που σκαρφάλωσε στη ράχη του και γκρέμιζε και γκρέμιζε. Που λαχταρούσε κάθε τρίχα της κεφαλής του και κάθε πόρος του δέρματός του, «ελευθερία». Μετά… Μια άτυχη στιγμή, ένα σπρώξιμο, ένα χτύπημα στη σπονδυλική του στήλη… Τόση δίψα για ελευθερία! Μια αναπηρική καρέκλα… Ξέρω. Ξέρω. Δεν βγαίνει λέξη.
«Τόσα χρόνια μετά το γκρέμισμα του Τείχους, τι λες; Τι καταφέραμε οι άνθρωποι;» τον ρώτησα. Σιώπησε, τόσο μακρόσυρτα που γέμισα αμηχανία. «Τελικά κατάλαβα, ότι τα πιο ανθεκτικά τείχη, τα έχουμε μέσα μας. Αυτά είναι που πρέπει να γκρεμίσουμε» είπε.
Παρατηρώ τους μεν. Παρατηρώ τους δε. Φτύνω την σαχλή τους ευκολία, όσο και το γελοίο κρυφτό τους. Μεγάλοι άνθρωποι… Γαμώτο και ντροπή. Πεθύμησα τη σοφία των λόγων εκείνου. Πού να χάθηκε εκείνος ο άνδρας; Ρωτάω κανέναν ντόπιο, μήπως; «Πού τον θυμήθηκες; Δεν του είχα μιλήσει ποτέ. Νόμιζα, ότι δεν έστεκε καλά στα μυαλά του».
Ευτυχώς στεκόμαστε στα καλά μας, όλοι εμείς.
Πώς θα μάθουμε; Πώς δεν θα επαναλάβουμε; Τόσο βέβαιοι κι απόλυτοι! Κι ανάμεσά μας ούτε ένα, τοσοδούλικο έστω, «μήπως;».