Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η «διαμάχη» για την παραχώρηση της Ακρόπολης στο οίκο Gucci, είχα στο μυαλό μου ένα άρθρο του καθηγητή Νίκου Μουζέλη. Το κείμενο αυτό βρίσκεται στο βιβλίο της Έκθεσης της Γ΄ Λυκείου και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, τον Αύγουστο του 1998.
Οι μαθητές καλούνται να μελετήσουν την επιχειρηματολογία του εναντίον της παραχώρησης του Ηρωδείου στον Κάλβιν Κλάιν, για ένα μουσικοχορευτικό σόου, του οποίου τα έσοδα θα διαθέτονταν για το νέο μουσείο της Ακρόπολης.
Επειδή το άρθρο του Μουζέλη είναι μεγάλο, θα ξεχωρίσω τις τρεις βασικές του θέσεις και θα αντιπαρέλθω με τρία αντίστοιχα αντεπιχειρήματα, υπέρ της παραχώρησης του μνημείου.
- O Μουζέλης επικαλείται τον Χάμπερμας ο οποίος αναφέρεται στην «αποικιοποίηση του “βιοκόσμου” από την κυρίαρχη εργαλειακή λογική του οικονομικού συστήματος. Αυτή η αποικιοποίηση έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες που το θεωρούμε αναχρονιστικό, αν όχι αλλόκοτο, όταν κάποιος επιμένει στη μη απόλυτη ταύτιση του “εμπορικού” με το “καλλιτεχνικό” ».
- Σε άλλη παράγραφο, χρησιμοποιεί την ορολογία του Π. Μπουρντιέ, υποστηρίζοντας πως «το οικονομικό κεφάλαιο αγοράζει πολιτισμικό κεφάλαιο, το οποίο χρησιμοποιεί ως το ύψιστο public relations εγχείρημα, ως την ύψιστη μορφή διαφήμισης».
- Και κλείνει με την εξής άποψη: «Οταν όμως επιχειρήσεις όπως αυτή του Κλάιν, του Cartier ή της Toyota πάνε πέρα από τη χορηγία, με σκοπό τον μετασχηματισμό της έντεχνης διαφήμισης σε υψηλή τέχνη, τότε η ήδη καχεκτική αυτονομία του πολιτισμικού χώρου καταστρέφεται παντελώς»
Ολόκληρο το κείμενο του κ. Μουζέλη αποτελεί μία πολύ καλή ευκαιρία να δει κανείς στις πραγματικές διαστάσεις του το θέμα και να στηρίξει στην σωστή βάση, τις δικές του θέσεις. Θα διαπιστώσει βέβαια, ότι ο καθηγητής κάνει χρήση αξιολογικών κρίσεων πάνω σε δεοντολογική βάση και όχι σε οντολογική καταγραφή. Όσα λέει δηλαδή, αποτελούν ατελείς επαγωγές που δεν εξασφαλίζουν την ορθότητα των επιχειρημάτων τα οποία έχουν αυστηρά πιθανολογικό χαρακτήρα. Με απλά λόγια, οι φόβοι του είναι απλώς φόβοι αλλά δεν αποδεικνύονται από κανένα τεκμήριο στο οποίο να φαίνονται οι δυσμενείς επιπτώσεις από την παραχώρηση των μνημείων.
- Στην πρώτη περίπτωση η αναγωγή στην περιγραφική διαπίστωση του Χάμπερμας είναι λογική αλλά οι προκείμενες καταγράφονται ως αυταπόδεικτες. Η «αποικιοποίηση του βιόκοσμου» από το χρήμα, έτσι κι αλλιώς, αποτελεί κύριο εργαλείο του καπιταλισμού ως σύστημα ανάπτυξης της κοινωνίας. Πράγμα που όλοι έχουμε αποδεχτεί και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να είμαστε αυστηροί με τους κανόνες που ισορροπούν τον «βιόκοσμο».
- Όσο αφορά τον Μπουρντιέ, κάποιος πρέπει να του εξηγήσει ότι το πολιτισμικό κεφάλαιο πρέπει κάπου να επενδύεται. Αλλιώς τι είδους κεφάλαιο είναι; Και κάθε επένδυση είναι απαραίτητο να εξασφαλίζει υπεραξίες για την κοινωνία. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, το πολιτισμικό κεφάλαιο -είτε πρόκειται για τα αρχαία ή τα χριστιανικά μνημεία- δίνει τεράστια «κέρδη» στην προπαγάνδα της άγονης αρχαιολατρίας και της θρησκευτικής ιδεοληψίας. Αντίθετα, σε άλλες χώρες, όπου η προσήλωση στον σεβασμό των μνημείων ανατέθηκε σε ιδιώτες, το οικονομικό κεφάλαιο ανέδειξε και προστάτευσε ταυτόχρονα το πολιτισμικό. Ξέρουν άραγε στο υπουργείο, ότι οι μεγάλοι Οίκοι στην Ιταλία έχουν αναλάβει την προστασία των μνημείων;
- Tέλος, η λεγόμενη «αυτονομία του πολιτισμικού χώρου» και της «υψηλής τέχνης» υπήρξε μόνο στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, προς όφελος της κομματικής προπαγάνδας. Ούτε στον σύγχρονο κόσμο της αγοράς αλλά ούτε και σε παλαιότερες εποχές, η τέχνη δεν αναπτύχθηκε χωρίς χρήματα, χορηγίες και εμπλοκή της οικονομίας. Ας αναρωτηθούμε ποιος ήταν ο ρόλος των χορηγών στους δραματικούς αγώνες, των πλουσίων της Αναγέννησης στην Φλωρεντία και του μεσαιωνικού κεφαλαίου στην στήριξη της κλασικής μουσικής. Ας δούμε πόσο προσιτή θα ήταν σε όλους μας η υψηλή τέχνη, αν η διαφήμιση δεν έδινε την δυνατότητα στην εμπορική διαδικτυακή χρήση ή στις όπερες του κόσμου να ενθαρρύνουν καλλιτέχνες και παραγωγούς.
Συμπερασματικά, άλλο οι φόβοι και οι απόψεις των κοινωνιολόγων και άλλο οι πολιτικές αποφάσεις για την πολιτική του πολιτισμού μιας χώρας. Κλείνω με το πιο εξωφρενικό δείγμα αποποίησης «πολιτισμικού κεφαλαίου» στην Ολυμπία. Ο τεράστιος αρχαιολογικός χώρος δεν ανοίγει τα βράδια του καλοκαιριού σε καλλιτεχνικά δρώμενα επειδή οι υπάλληλοι δεν επιθυμούν να εργαστούν υπερωρίες. Μια περιοχή που διαθέτει ένα από τα πέντε πιο ισχυρά «μπραντ» στον κόσμο, ζει ακόμα ως υπανάπτυκτη επαρχία του 1970!
Αλλά μην πάμε στα επί μέρους. Ας αναρωτηθούμε πού έχουμε επενδύσει τον εθνικό πολιτισμικό θησαυρό που κληρονομήσαμε- ή καλύτερα αρπάξαμε- από τους υποτιθέμενους προγόνους μας. Εκείνο που κάνουμε είναι να καθόμαστε, με το χέρι απλωμένο, πάνω του, απαιτώντας από τους ξένους να μας ελεούν αιωνίως…