Ας μην πούμε ονόματα νησιών. Άλλωστε τον Αύγουστο λίγο ως πολύ τα περισσότερα μοιάζουν μεταξύ τους. Ειδικά στις Κυκλάδες, είσαι στον καταπέλτη του πλοίου στην ίδια κατάσταση με τον κιμά όταν βγαίνει από τη μηχανή.
Ναι, ξέρω, «το νησί» είναι μοναδικό, έχεις κρύψει αναμνήσεις στους ίσκιους του, η κυρά Μαριγώ κάνει τρομερούς ντοματοκεφτέδες και στο πεζούλι του μπαρ έχεις χαράξει το μονόγραμμα σου. Ομως τα τελευταία δέκα χρόνια είσαι ο κιμάς για το τουριστικό μπιφτέκι -αν, φυσικά, διατήρησες ακμαία τη δυνατότητα να επισκέπτεσαι το νησί. Τον Αύγουστο η κατάσταση γίνεται γελοία: πας στην κυρία Μαριγώ για τους ντοματοκεφτέδες και το ντόπιο το κρασί που είναι φυσικά χύμα από το Μαρκόπουλο και πριν κάτσεις στο τραπέζι, γονατίζεις μπροστά της να σου ξυρίσει λίγο από το σκαλπ. Αν στην κυρά Μαριγώ προσθέσεις το κόστος των εισιτηρίων και της διαμονής, φτάνεις να αισθάνεσαι ξένος στον τόπο σου. Γιατί τα τουριστικά νησιά είναι, πράγματι, μόνο για ξένους που έχουν τον τρόπο τους και τα ευρώ τους.
Προς Θεού, αυτό δεν είναι κακό. Δουλεύει ο τουρισμός και αφού υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνουν χιλιάρικα για το ηλιοβασίλεμα στην Οία, ας τους τα πάρουμε. Άλλωστε και σε άλλες χώρες με αντίστοιχο τουριστικό προϊόν, οι ιθαγενείς βλέπουν τους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς μόνο σε φωτογραφίες. Πληρώνεις εξωφρενικούς ναύλους, πανάκριβη διαμονή, τη χωριάτικη για αστακό και το ποτό για δέκα ευρώ το δάχτυλο. Σε πατάνε. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Και όμως, είσαι κάθε Αυγουστό εκεί. Πας να ξεπλύνεις τον χειμώνα στην άρμη των Κυκλάδων και να σε στεγνώσει μετά το μελτέμι. Από ένα σημείο και μετά δεν είναι διακοπές. Είναι lifestyle.
Πριν από μερικά χρόνια έκανα διακοπές στη Βόρεια Εύβοια. Ξανάνιωσα. Οχι μόνο ψυχικά. Κυριολεκτικά. Τα κιλά έφυγαν από πάνω μου σαν ιδρώτας, οι ρυτίδες φούσκωσαν και χάθηκαν. Εβγαλα μαλλιά. Μιλάμε για είκοσι χρόνια πίσω και είκοσι ευρώ το δωμάτιο. Θα μπορούσε να ήταν και αλλού. Κάπου στην Αγιά της Λάρισας ή και κοντά στον Αστακό, στην Αμφιλοχία, στην παραλία του Μενιδίου και πιο δυτικά, στις ακτές της Ηπείρου. Στη μαγική κοιλάδα του Αχελώου, αν πεις να βουτήξεις σε ποτάμι. Κάπου που πάει το ΚΤΕΛ, τέλος πάντων.
Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της τουριστικής Ελλάδας που είναι αδικημένο. Δεν υπάρχει στις αφίσες και στα φιλμ του ΕΟΤ. Δεν θα ξελογιάσει κανένα δημοσιογράφο του Guardian. Και celebrities θα δει μόνο στα περιοδικά, που τρίβονται στο βότσαλο και τα πατάει η ξαπλώστρα, μην τα κλέψει ο αέρας. Εκεί κάνουν διακοπές μεσήλικα ζευγάρια από την Καρδίτσα και τη Νάουσα. Με παιδιά που βολτάρουν πάνω-κάτω στο νυφοπάζαρο, αγοράζουν ψητό καλαμπόκι από τη Ρομά που έχει τσαντίρι στις παρυφές του χωριού, μαζί με όλο της το σόι -κάνουν διακοπές και αυτοί. Τα παιχνίδια του λούνα παρκ τρίζουν από τα χρόνια, ξεβαμμένα, να γυρίζουν συνέχεια γύρω από τα ίδια τραγούδια.
Ταβέρνες με αληθινό φαγητό, γλυκό να σε λιγώσουν, τεράστιο βαρύ καφέ μενού στα ελληνικά και τραπεζομάντιλο που το πρωί θα το δεις απλωμένο. Παγωτό χωνάκι χωρίς χαρτοπετσέτα. Φθηνά δωμάτια. Ταπεινά. Αξιοπρεπή. Και θάλασσα που δεν τη νοιάζει να είναι λάδι και τα απογεύματα μπορεί να βγάλει τα σκουπίδια της στα πόδια σου. Χωρίς πολύ ζέστη. Με μετρημένο αέρα. Και το φθινόπωρο να φτάνει πρώτο εκεί. Με κάτι μπόρες που κάνουν τις μάνες να μαζεύουν τα παιδιά και τους μπαμπάδες να ανάβουν τσιγάρο.