Στην αρχή μου φάνηκε σαχλό, αλλά αφού το είδα καμιά δεκαριά φορές το κατέταξα στα αδιάφορα. Από τα ηχεία του Nammos, στη Μύκονο, παίζει μία διασκευή του Bella Ciao. Οι πελάτες δεν δίνουν σημασία. Άλλωστε, για να είσαι στο Nammos, είτε δεν ξέρεις τι συμβολίζει το Bella Ciao, είτε το ξέρεις τόσο καλά, που το έκανες και επάγγελμα. Κάποιες κοπέλες κουνιούνται μηχανικά. Και τον Ακάθιστο Υμνο να τους έβαζες, δεν θα άλλαζε κάτι.
Εσπευσα στο YouTube αναζητώντας την Nammos εκτέλεση του τραγουδιού. Δεν τη βρήκα. Εντόπισα αρκετές άλλες. Όλες έχουν πλέον ένα κοινό σημείο αναφοράς: La casa de papel. Η ισπανική σειρά που σπάει ταμεία. Μία ομάδα ληστών αντιγράφει το σχέδιο του Παναγιώτη Λαφαζάνη, εισβάλλει στο ισπανικό Νομισματοκοπείο και αρχίζει και τυπώνει χρήμα. Τους βλέπουμε να τραγουδούν το Bella Ciao. Αυτό ήταν. Εκατομμύρια νέοι άνθρωποι έμαθαν το τραγούδι μέσα από τη σειρά. Το Bella Ciao βρήκε μία νέα κιβωτό. Για τους παλιούς είναι ένα ιταλικό αντιφασιστικό τραγούδι. Οι νέοι το ακούν ως το τραγούδι μίας τηλεοπτικής ληστείας. Και οι πελάτες του Nammos το χορεύουν γιατί η διασκευή ακούγεται μια χαρά με άμμο στα πόδια και σαμπάνια στο χέρι.
Πώς συνέβη αυτό; Μα, λογικό δεν είναι; Για τους νέους ανθρώπους το Bella Ciao λέει κάτι μόνο αν το σφυρίξεις, όχι αν το τραγουδήσεις. Τα λόγια ατονούν, μένει η μελωδία. Οι άνθρωποι που συγκινούνται ή συνεγείρονται σήμερα από τους στίχους του τραγουδιού είναι πολύ λιγότεροι από όσους ανατρίχιαζαν ακούγοντας κάποτε την ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη. Πριν από τριάντα χρόνια το Bella Ciao ήταν κυρίαρχη τάση στην Ελλάδα. Σήμερα είναι για τη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ.
Βέβαια, όταν τα αντιφασιστικά τραγούδια καταλήγουν στο Nammos, είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να κλείνεις το μάτι στον φασισμό, σαν να του λες ότι επήλθε η λήθη. Αλλά αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν συνειδητά, είναι αποτέλεσμα της μηχανικής των καιρών. Kαι ο φασισμός έχει πλέον άλλες μορφές. Ημέρα με την ημέρα μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά σε ένα νεκροταφείο παλαιών συμβόλων. Συμβολισμοί του 20ου αιώνα πεθαίνουν στις οθόνες μας, μαζί με τις γενιές που τους κουβάλησαν στον χρόνο. Νέοι καιροί.
Αυτό, όσο και αν πονάει κάποιους, δεν παύει να είναι γοητευτικό. Και κρύβει μία ενδιαφέρουσα αντίφαση: μπορεί οι καιροί μας να είναι γεμάτοι εικόνες, αλλά δεν παράγουν σύμβολα. Μάλλον παράγουν, αλλά τα καταναλώνουμε με ταχύτητες που δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε στον παλιό κόσμο. Αυτό που εξυπηρετούσε κάποτε το Bella Ciao, σήμερα το κάνει ένα hashtag.
Έχουν αλλάξει οι κώδικες. Αν ακούς σήμερα αντάρτικα, μπορεί να θεωρηθείς γραφικός, μπορεί και όχι. Σίγουρα, όμως, γίνεσαι κομμάτι ενός αναχρονισμού. Και αυτό είναι πρωτίστως πρόβλημα της Αριστεράς που παραμένει εμμονικά συνδεδεμένη με κώδικες, σύμβολα και, φυσικά, αντιλήψεις άλλων εποχών.