Να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Γλώσσα και ταυτότητα –δηλαδή συνείδηση– είναι έθνος. Δια της κυβέρνησής της, η Ελλάδα αναγνώρισε χθες το «μακεδονικό» έθνος. Για την ακρίβεια, αναγνώρισε στην κυρίαρχη πληθυσμιακά εθνοτική συνιστώσα της γείτονος, το «δικαίωμα» να αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες» ομιλούντες τη «μακεδονική». Το «δικαίωμα» που είχαν πάρει από μόνοι τους πριν από 75 τουλάχιστον χρόνια. Το «δικαίωμα» που τους είχε ήδη αναγνωρίσει το 99,9% του πλανήτη…
Οπως εκδηλώθηκε από την επομένη της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η διαφορά Αθηνών-Σκοπίων –το περίφημο «ονοματολογικό»– συνιστά μία «ασύμμετρη» διένεξη. Σε ένα αιρετικό κείμενό μου το 2009 έγραφα ότι «ο χρόνος κυλά σε βάρος της Ελλάδας, η οποία αδυνατεί να ονοματοδοτήσει από μόνη της μία τρίτη χώρα, ενώ έχει σχεδόν αποδεχθεί πως στη διεθνή διπλωματική πρακτική δε νοείται διαπραγμάτευση για την ταυτότητα ενός άλλου λαού». Οι λέξεις εκείνες, 18 μήνες μετά το «θρίαμβο» του Βουκουρεστίου, περιείχαν ειλικρινή αγωνία απέναντι στο γεγονός ότι η ελληνική πλευρά είχε προ πολλού εγκαταλείψει τη μάχη για την περίφημη «ταυτότητα».
Μία μάχη που στην ουσία δεν δόθηκε ποτέ. Δεν δόθηκε στην «ενδιάμεση συμφωνία» (1995) που γέννησε το «FYROM-ΠΓΔΜ», φύλλο συκής της ελληνικής διπλωματίας απέναντι στην καθημερινή χρήση της συνταγματικής ονομασίας από φίλους και εταίρους διεθνώς. Δεν δόθηκε ούτε μετά, στην οκταετία Κ. Σημίτη ο οποίος συγκέντρωσε τις εθνικές προσπάθειες στην εξασφάλιση της Κύπρου μέσω της ένταξής της στην ΕΕ και της επίλυσης του Κυπριακού. Δεν δόθηκε ούτε από την επταετή διακυβέρνηση του (Μακεδόνα) Κ. Καραμανλή. Η θέση μας τότε ήταν ότι «όχημα του αλυτρωτισμού είναι το όνομα του κράτους» και ότι «αν αυτό αλλάξει erga omnes, είμαστε ικανοποιημένοι».
Ηταν η εποχή που οι ιδέες που παρήγαγε η ελληνική διπλωματία για το ζήτημα της ταυτότητας έφταναν μέχρι το αμετάφραστο (sic) «makedonski». Τονίζω ότι η Ελλάδα διένυε τότε έναν ιδιότυπο «μήνα μέλιτος», απαλλαγμένη από τις κάθε είδους πιέσεις του διεθνούς παράγοντα, χάρη στον ξεδιάντροπο «αρχαιομακεδονισμό» του εθνικο-λαϊκιστή Ν. Γκρούεφσκι. Η Ελλάδα είχε κάνει τον ιστορικό συμβιβασμό της, αποδεχόμενη μία σύνθετη (με τον όρο «Μακεδονία» μέσα) ονομασία για το κράτος, αρκεί αυτή να είναι έναντι όλων, erga omnes. Ήταν η κόκκινη γραμμή μας. Για τους παρεπιδημούντες το τρίγωνο Βουλή-Μαξίμου-ΥΠΕΞ ήταν γνωστό ότι τα περί ταυτότητας, γλώσσας κλπ αποτελούσαν «λεπτομέρειες». Ουδέποτε εξήγησαν ευθαρσώς στην ελληνική κοινωνία ότι ήταν η κόκκινη γραμμή της άλλης πλευράς.
Η μάχη για το «μακεδονικό» έθνος δεν δόθηκε ποτέ, ούτε από τις κυβερνήσεις της οικονομικής λαίλαπας, Γ. Παπανδρέου, Αντ. Σαμαρά και Αλ. Τσίπρα.
Σε έναν αγώνα που βιάζεσαι να λήξει ισόπαλος, γιατί ο χρόνος θα σου πάρει και τα αβγά και τα πασχάλια, δεν προσθέτεις κόκκινες γραμμές την τελευταία στιγμή.
Η διαπραγμάτευση αυτή δεν ξεκίνησε τον περασμένο χειμώνα. Είναι σε εξέλιξη από το 1995 και ο διαμεσολαβητής-ειδικός απεσταλμένος του Γ.Γ. του ΟΗΕ έχει αποτυπώσει προ πολλού τις εκατέρωθεν κόκκινες γραμμές. Είναι μια διαδικασία με μνήμη. Από τη στιγμή που έφυγε από τη μέση ο αληθινός «χρήσιμος ηλίθιος» Ν. Γκρούεφσκι, και με τα τύμπανα του πολέμου από την άλλη όχθη του Αιγαίου να ηχούν εκκωφαντικά, ο Αλ. Τσίπρας είχε λίγες επιλογές. Πήρε την εθνικά φρόνιμη απόφαση να κλείσει αυτό το μέτωπο. Αν ο πιο μεγάλος κίνδυνος έρχεται από την Αγκυρα, ο αμέσως επόμενος δεν είναι στα Σκόπια και ο νοών νοείτω.
Η μάχη για το «μακεδονικό» έθνος δεν δόθηκε ποτέ, μάλλον γιατί δεν μπορούσε να κερδηθεί. Εκτός ίσως από μία ιστορική στιγμή. Το 1991, με τη Σλοβενία και την Κροατία στα όπλα και τους Ιζετμπέκοβιτς (Βοσνία-Ερζεγοβίνη) και Γκλιγκόροφ να ασφυκτιούν στη «μικρή Γιουγκοσλαβία» του σέρβου εθνικιστή Μιλόσεβιτς, η Ελλάδα θα μπορούσε ενδεχομένως να ανταλλάξει αναγνώριση και στήριξη προς το ασταθές ομόσπονδο κρατίδιο με τη μετονομασία του σε «Νέα Μακεδονία» αλλά και του έθνους σε «Νεομακεδόνες».
Η ιστορία είναι γνωστή. Ο ιστορικός χρόνος χάθηκε, ο ολετήρας Σαμαράς τα έκανε μαντάρα με την Επιτροπή Μπαντεντέρ η οποία έκρινε ότι η ανεξαρτητοποίηση της γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν συνιστά απειλή για καμία τρίτη χώρα. Και για να καλύψει τα σπασμένα, έσυρε όλον τον ελληνισμό –του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον ΠτΔ Κωνσταντίνο Καραμανλή συμπεριλαμβανομένου– στη μαξιμαλιστική ουτοπία του «ούτε Μακεδονία, ούτε παράγωγα».
Η μάχη για το «μακεδονικό» έθνος δεν δόθηκε ποτέ. Η σημερινή κυβέρνηση έκλεισε το λιγότερο απειλητικό μέτωπο ικανοποιώντας, μέσα από τη συμφωνία, τις κόκκινες γραμμές που βρήκε διατυπωμένες από τις δύο πλευρές επί τουλάχιστον μία δεκαετία. Μπετόν-αρμέ και με συνταγματική βούλα η μετονομασία του κράτους σε «Βόρεια Μακεδονία», έναντι της αναγνώρισης του «μακεδονικού» έθνους και της ένταξής του στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς. Ο πρωθυπουργός που έφτασε τη χώρα στο παρά ένα της εξόδου από το ευρώ, βρήκε στην περίπτωση αυτή το θάρρος να κάνει «δική» του τη συμφωνία. Να της δώσει ευρωπαϊκό χρώμα και να την εμφανίσει ως την απαρχή μιας νέας στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών, ως την υπόσχεση μίας νέας φιλίας μεταξύ των δύο λαών. Μακάρι…
…
Πού μας αφήνει όμως εμάς η υπόθεση αυτή; Στο ίδιο άρθρο του 2009 έγραφα ότι «…η Ελλάδα προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις με μία θέση ορθολογική, δίκαιη και βιώσιμη. Ορθολογική, γιατί είτε πρόκειται για ένα γεωγραφικό (“Βόρεια”), ιστορικό (“Νέα”) ή εθνοτικό (“Σλαβική”) προσδιορισμό, η Ελλάδα επιδιώκει μία περιγραφική προσέγγιση του ονόματός της γειτονικής χώρας. Με άλλα λόγια, η «Μακεδονία των Σκοπίων» είναι και βόρεια και νέα και σλαβική. Σκέτη “Μακεδονία”, όμως, δεν είναι. Δίκαιη, γιατί λαμβάνει υπόψη της το νόμιμο δικαίωμα των 2,5 εκατ. κατοίκων της Ελληνικής Μακεδονίας στη μακεδονική τους ταυτότητα. Ως Μακεδόνες, θα μπορέσουμε να ζήσουμε με την ταυτότητα του “Ελληνομακεδόνα”, του “Νοτιομακεδόνα” ή του “Παλαιομακεδόνα”, υπό την προϋπόθεση ότι οι γείτονές μας λέγονται “Σλαβομακεδόνες”, “Βορειομακεδόνες” ή “Νεομακεδόνες”. Αν όμως επιμείνουν να αποκαλούνται απλά “Μακεδόνες”, εμείς δεν είμαστε τίποτα…»
Η αλήθεια είναι αυτή. Ανεξαρτήτως του τι θα κάνουν οι γείτονές μας με το δημοψήφισμα, από την ελληνική πλευρά η συμφωνία δεν είναι εύκολα βιώσιμη. Εννοώ στην καθημερινότητά μας, στις συνειδήσεις και στις ψυχές μας. Οσο προσβλητικό και ανεδαφικό είναι από μέρους μας να αποκαλούμε έναν λαό «σκοπιανούς», άλλο τόσο αβάσταχτο, σχιζοφρενικό είναι να αποδεχόμαστε την ύπαρξη ενός «μακεδονικού» έθνους. Καλώς ή κακώς, θεωρώ και επιμένω ότι, ο μόνος τρόπος να βγούμε από το αδιέξοδο είναι να επενδύσουμε στα οφέλη της συμφωνίας (υπάρχουν και είναι σημαντικά) και να «χτίσουμε» μία νέα ταυτότητα για τους εαυτούς μας. Μία ταυτότητα που θα εκφράζει αυτό που είμαστε και νιώθουμε, θα εμπεριέχει όλα τα ερείσματά μας στο ιστορικό, πολιτιστικό και εμπορικό κεφάλαιο της Μακεδονίας, ενώ ταυτόχρονα θα αποτρέπει την αποκλειστική ταύτιση του όρου «Μακεδόνας» με τα εθνικά, γλωσσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της «Βόρειας Μακεδονίας». Είμαστε κάτοικοι της Παλαιάς Μακεδονίας κι αυτό προσδιορίζει με ακρίβεια –και ιστορικά και γεωγραφικά– τον χώρο και την καταγωγή μας. Στο χέρι μας (και κανενός άλλου) είναι να δημιουργήσουμε ένα διεθνές brand name και μία τοπική ταυτότητα που δεν θα δέχεται παρερμηνείες και θα αποκαθιστά την πληγωμένη υπερηφάνεια των Ελλήνων Μακεδόνων.
Μόνο έτσι θα μπορέσει το τραύμα να μετουσιωθεί σε νίκη.
* Ο Φίλιος Στάγκος, είναι δημοσιογράφος, γενικός διευθυντής της TV100/FM100