Αφορμή έψαχναν, αφορμή βρήκαν. Με την πολιτική επιτυχία του σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που του παρείχε το ισπανικό Σύνταγμα, ώστε να ρίξει τη κυβέρνηση Ραχόι και να σχηματίσει ο ίδιος κυβέρνηση μειοψηφίας, αναζωπυρώθηκαν και πάλι οι συζητήσεις για τη μετεκλογική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – Κινήματος Αλλαγής απέναντι στη Νέα Δημοκρατία· πολλοί έσπευσαν να αναγνώσουν ομοιότητες: Σοσιαλιστικό Κόμμα και Podemos από τη μία, Λαϊκό Κόμμα από την άλλη…
Ετσι λοιπόν, ορισμένοι, εντός του Κινήματος Αλλαγής αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς, επανήλθαν στην ανάγκη υιοθέτησης αυτής της στρατηγικής (βλέπε: Μιλτιάδης Κύρκος, Γιάννης Ραγκούσης), ενώ άλλοι (στελέχη της ΔΗΜΑΡ και του ΚΙΔΗΣΟ) το έθεσαν και το θέτουν στις ιδιωτικές τους συζητήσεις ως την αντι-δεξιά (δηλαδή αντι-ΝΔ) απάντηση. Ολα αυτά ενώ είναι πλέον γνωστές οι πρόσφατες απόψεις του καθηγητή Νίκου Μαραντζίδη περί «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ. Και ενώ παράλληλα έχουν δει το φως της δημοσιότητας συγκεκριμένες πρωτοβουλίες κυβερνητικών παραγόντων (βλέπε Στέργιος Πιτσιόρλας) για την συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το Κίνημα Αλλαγής. Αυτά είναι λίγο πολύ τα δεδομένα.
Ωστόσο, σκοπίμως από ορισμένους ή από άγνοια και επιπολαιότητα από άλλους, αποσιωπάται η ιστορία από το 1974 μέχρι σήμερα. Είτε αρέσει είτε όχι, την ηγεμονία της προοδευτικής παράταξης την κέρδισε το ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα Παπανδρέου και εν συνεχεία τον Κώστα Σημίτη. Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε τη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή στην Ελλάδα από το 1974 μέχρι και τη κρίση του 2010. Με τα λάθη του, την υπεροψία του, την οίηση της Αλλαγής. Και δεν είναι διατεθειμένο να αρνηθεί αυτό τον ρόλο. Είναι θαρρώ μεγάλο και ανιστόρητο σφάλμα να επιδιώκεται η παράφραση της ιστορικής εξέλιξης των γεγονότων από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, για να υποστηριχθεί η άποψη περί συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με το Κινήμα Αλλαγής.
Η σημερινή πρόσκαιρη συγκυρία εξαιτίας της κρίσης έχει αντιστρέψει αυτή τη σχέση, με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει –προσωρινά θεωρώ– τα ηνία στον προοδευτικό πόλο και να μετέρχεται των πάντων για να τα διατηρήσει. Οι προσεχείς εκλογές θα είναι καθοριστικές για τη μακροπρόθεσμη διαμόρφωση των συσχετισμών στο προοδευτικό στρατόπεδο και αυτές θα καθοριστούν από τον βαθμό επιτυχίας του Κινήματος Αλλαγής και όχι από το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο «αντιπασοκισμός» που διαμορφώθηκε στις δυνάμεις της Αριστεράς από το ’74 και εντεύθεν ήταν για δεκαετίες κυρίαρχος. Κι αν σήμερα έχει σχεδόν υποβαθμιστεί σε αρκετούς εξ’ αριστερών που συμμετέχουν στο Κίνημα Αλλαγής, είναι εμφανής στην ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλωστε δεν είναι η εκσυγχρονιστική αντίληψη της Αριστεράς, του Λεωνίδα Κύρκου και του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, η οποία κυριαρχεί στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Αυτήν την εκσυγχρονιστική αντίληψη φρόντισαν να «εξαφανίσουν» το 2008 εκλέγοντας τον Αλέξη Τσίπρα. Η «κομμουνιστική αναβάθμιση» της ΑΚΟΑ, των Βούτση, Γαβρόγλου, Φλαμπουράρη, Βερναδάκη, Σκουρλέτη, Φίλη και οι «αριστεριστές» των καταλήψεων του 1996 και του 2008 έχουν το πάνω χέρι στον ΣΥΡΙΖΑ. Και σήμερα το Κίνημα Αλλαγής είναι γι’ αυτούς ο βασικός αντίπαλος .
Συνεπώς, ΠΑΣΟΚ και Αριστερά, με ό,τι νόημα δίνεται σε αυτήν στα χρόνια της κρίσης, θα παραμείνουν δυνάμεις ανταγωνιστικές για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στη προοδευτική παράταξη και θα δίνει τον τόνο απέναντι στη Δεξιά.
Και για να επανέλθουμε στην Ισπανία: ο Πέδρο Σάντσεθ αρνήθηκε την κυβερνητική συνεργασία με τους «Συριζαίους» Podemos, παίρνοντας το ρίσκο να κυβερνήσει μόνος του ή συνομιλώντας με τους κεντροδεξιούς Cuidadanos και το Λαϊκό Κόμμα της Δεξιάς. Οι εγχώριοι βέβαια στρεψοδίκες της Κεντροαριστεράς βλέπουν παραμορφωτικά τις εξελίξεις στην Ιβηρική.
Μπορεί, ως εκ τούτου, το Κίνημα Αλλαγής να κλείσει κάθε προοπτική συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και να συνομιλήσει με τη ΝΔ; Οσοι σοσιαλ-φιλελεύθεροι το υποστηρίζουν σφάλλουν και αυτοί. Γιατί η Ελλάδα δεν είναι Ισπανία. Εκεί ο Σάντσεθ ήταν μέχρι τώρα αξιωματική αντιπολίτευση και το Λαϊκό Κόμμα, αν και βουτηγμένο στη διαφθορά, είναι πρώτη δύναμη στη Βουλή. Αν οι Podemos τον πολεμήσουν θα πάρουν τη ευθύνη για πρόωρες εκλογές.
Στην Ελλάδα λοιπόν το Κίνημα Αλλαγής ένα στοίχημα έχει: να προτείνει στους έλληνες πολίτες ένα συνολικό σχέδιο για να οδηγηθεί η χώρα σταθερά έξω από τη κρίση επιδιώκοντας την συνεννόηση όλων. Και όποιος δεν ανταποκριθεί θα αναλάβει και τις ευθύνες του.