Στη Βουλή, λίγο πριν από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. «Η Ελλάς ανήκει στη Δύση» είπε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, υπερασπιζόμενος την κορυφαία πολιτική του επιλογή. «Προτιμούμε να ανήκει στους Ελληνες» αντιγύρισε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η ατάκα «έγραψε» τόσο πολύ, ώστε χαράχθηκε και στο μνήμα του. «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες».
Αυτό ίσως είναι άδικο για τον Ανδρέα. Ταξιδεύει στην Ιστορία σκεπασμένος από μία φράση που, αν είχε δοκιμαστεί πολιτικά, θα οδηγούσε σε περιπέτεια ή σε δραματική υστέρηση –όλοι γνωρίζουμε τι αποτέλεσμα θα έδινε ένα δημοψήφισμα που θα ρωτούσε τον ελληνικό λαό αν επιθυμεί την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Τότε η ΕΟΚ ήταν το ίδιο συνδικάτο με το ΝΑΤΟ.
Συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Απεβίωσε στις 23 Απριλίου 1998. Δώδεκα χρόνια μετά, ακριβώς την ίδια ημερομηνία, ο Γιώργος Παπανδρέου στεκόταν μπροστά στον φακό, με φόντο τις βάρκες στο Καστελόριζο. Αν ο πατέρας του είχε επικρατήσει επί του Καραμανλή στο θέμα της ΕΟΚ, πιθανότατα δεν θα είχε τι να πει.
Τέλος πάντων, η Ιστορία δικαίωσε τον Καραμανλή τη μέρα που το πρώτο ECU (Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα) μεταφέρθηκε από τις Βρυξέλλες σε κωδικό του ελληνικού προϋπολογισμού. Και ήταν μάλιστα ο ίδιος ο Ανδρέας που κέρδισε τη μάχη των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, αξιοποιώντας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό εργαλεία και μηχανισμούς που, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, κατήγγειλε. Επίσης οι περισσότεροι λησμόνησαν για ποιο λόγο ειπώθηκε το «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες». Δεν είχε πια σημασία. Αλλωστε, ως ατάκα έχει τόσο ισχυρή επικοινωνιακή ακτινοβολία που καλύπτει όλα τα άλλα. Σήμερα χρησιμοποιείται πρωτίστως από τη Χρυσή Αυγή, αλλά τα έχει αυτά ο λαϊκισμός ή η πολιτική επικοινωνία που απευθύνεται σε ευρύ κοινό – φτιάχνει συνθήματα πασπαρτού.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει κληροδοτήσει στο πολιτικό λεξιλόγιο πλήθος λέξεων, συνθημάτων, αποφθεγμάτων. Είχε το χάρισμα. Αντιθέτως, όσο και αν στύψεις το μυαλό σου δεν πρόκειται να πάρεις κάτι αντίστοιχο από τον Καραμανλή. Με πολιτικό βίο σχεδόν εβδομήντα ετών, πέντε πρωθυπουργικές και δύο προεδρικές θητείες, μετά δυσκολίας να ξεχωρίσεις τρεις κουβέντες, αν και δεν χρειάζεται. Το «ανήκουμε στη Δύση» μας προσδιορίζει υπαρξιακά.
«Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;» όταν, επί πρωθυπουργίας του, το παρακράτος δολοφόνησε τον Γρηγόρη Λαμπράκη.
«Έξω πάμε καλά» για τα της εξωτερικής πολιτικής.
«Στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που λέγονται αλλά δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται αλλά δεν λέγονται».
«Η χώρα έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο φρενοκομείο» για τα του σκανδάλου Κοσκωτά.
Πιο ενδιαφέρουσα, επειδή είναι προσωπικού τόνου, είναι η δήλωση «Στέγνωσα τη ψυχή μου για να κυβερνήσω». Και βρίσκω βαθιά ανθρώπινη και γλυκιά μία κουβέντα που είχε πει λίγα χρόνια πριν πεθάνει: «Δεν υπάρχει πλέον ούτε ένας άνθρωπος που να μου μιλάει στον ενικό και να με προσφωνεί με το μικρό μου όνομα».
Ιστορικά, ο ρόλος του Καραμανλή έχει αποτιμηθεί με θετικό πρόσημο. Η ένταξη της χώρας στην Ευρώπη και η αποκατάσταση της Δημοκρατίας υπερκαλύπτουν τις εκλογές της «βίας και της νοθείας» και τη συμβολή του σε αυτό που ονομάστηκε «κράτος της Δεξιάς». Υπάρχει βέβαια και κάτι που δεν αποτιμάται, ούτε αξιολογείται ιστορικά στο βαθμό που έπρεπε. Είναι ο «καραμανλισμός» ως παθογένεια. Ως η πολιτική αντίληψη που οδηγεί σε ένα βαθύ κράτος, ελεγχόμενο κομματικά, ευάλωτο στη διαφθορά και στο ρουσφέτι. Διότι ο Καραμανλής μπορεί να οραματίστηκε την Ελλάδα ως ένα κομμάτι της ευρωπαϊκής Δύσης, υστέρησε όμως στο ξήλωμα της νοοτροπίας που την κρατούσε πίσω.
Από την άλλη, είναι σωστό η δράση κάθε προσώπου να αποτιμάται στον ιστορικό της χρόνο. Ισως λοιπόν, ο άνδρας που γεννήθηκε οθωμανός υπήκοος και πολιτογραφήθηκε Ελληνας, να έφτασε μέχρι εκεί που πήγαινε η ματιά του. Και ήταν πιο μακριά από όσο μπορούσε να δει οποιοσδήποτε άλλος.