Η προσπάθεια αποκωδικοποίησης μιας σειράς μετρήσεων κοινής γνώμης που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα, αποδίδει ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα, ενδεικτικά της ρευστότητας, του ανορθολογισμού που διακρίνει πολλούς ψηφοφόρους αλλά και εν γένει ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος τα τελευταία χρόνια.
Ευρήματα, τα οποία περιορίζουν τις δυνατότητες ασφαλών προβλέψεων και ταυτόχρονα αναδεικνύουν την κινητικότητα ενός αξιοσημείωτου μέρους του εκλογικού σώματος με βάση την εξέλιξη των γεγονότων και την επικαιρότητα.
Στα βασικότερα ερωτήματα (πρόθεσης ψήφου, παράστασης νίκης κ.λπ.) η κατάσταση παραμένει ξεκάθαρη, με παγιωμένη και ελαφρώς διευρυνόμενη την διαφορά υπέρ της ΝΔ. Ο «όψιμος» αυτός δικομματισμός ενισχύεται στις τελευταίες μετρήσεις και παραμένει ως ζητούμενο η κατάταξη των υπολοίπων κομμάτων από την 3η θέση και κάτω.
Ως μοναδική αξιοσημείωτη διακύμανση στην πρόθεση ψήφου υπογραμμίζουμε τον περιορισμό της αρχικής ενθουσιώδους εκκίνησης του Κινήματος Αλλαγής σε σχέση με τους πρώτους δύο μήνες από την εκλογή αρχηγού, παρ’ ότι στις περισσότερες μετρήσεις διατηρείται στην 3η θέση. Είναι το κόμμα που παρουσιάζει την μεγαλύτερη πτώση στα ποσοστά το τελευταίο τρίμηνο, σε ένα κατά άλλα σχετικά σταθεροποιημένο τοπίο.
Το ενδιαφέρον εστιάζεται στα επιμέρους ποιοτικά ευρήματα, τα οποία ίσως εξηγούν και τις κινήσεις των κομματικών αξιωματούχων στην επίσημη πολιτική σκακιέρα.
Ο μοναδικός δείκτης για παράδειγμα, όπου σταθερά ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται της ΝΔ είναι στην εμπιστοσύνη αντιμετώπισης φαινομένων διαφθοράς και διαπλοκής. Η διαφορά μπορεί να περιορίζεται στη μία ή δύο μονάδες (ανάλογα με την εταιρία), όμως είναι δηλωτικό του πεδίου που επιλέγει η κυβέρνηση να αντιπαρατεθεί με την αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και της συνεχούς επαναφοράς σε αυτό. Επειδή, όμως, όπως έχουμε κατά καιρούς σημειώσει, η πολιτική είναι μία κατάσταση χάους που επηρεάζεται από τις συγκυρίες, τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα στο ποδόσφαιρο πλήττουν το ΣΥΡΙΖΑ εκεί που πίστευε ότι υπερείχε.
Το εύλογο ερώτημα βέβαια, πώς καταφέρνει το κυβερνών κόμμα σε μόλις τρία χρόνια διακυβέρνησης να καταγράφει ποσοστά εμπιστοσύνης μόλις 1-2 μονάδων περισσότερο από μια κυβερνητική παράταξη δεκαετιών, απαντάται μάλλον από την συνολική απογοήτευση του εκλογικού σώματος απέναντι στο κομματικό σύστημα και την χαμηλή εμπιστοσύνη προς αυτό.
Μια αντίστοιχη περίπτωση «καθοδήγησης» πολιτικής τακτικής από τις ποιοτικές μεταβλητές των μετρήσεων, θα μπορούσε να αποτελεί και η πολιτική προσέγγισης μεταξύ ΠΟΤΑΜΙου και ΣΥΡΙΖΑ που καταγράφηκε και από την συνάντηση Τσίπρα – Θεοδωράκη στο Μέγαρο Μαξίμου.
Οι ψηφοφόροι του Ποταμιού σε ορισμένες μετρήσεις, εμφανίζονται ως οι πλέον αισιόδοξοι για την πορεία της Οικονομίας αλλά και για κατάσταση με την οποία πορεύεται η χώρα, σε ποσοστά μεγαλύτερα κι από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Μαζί με την πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Ποταμιού, περισσότερο αισιόδοξη ηλικιακή ομάδα εμφανίζεται αυτή των νέων (17-34), των υποαμειβόμενων και όσων εργάζονται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας κ.λπ., οι οποίοι φαίνεται πως εκπροσωπούν πλέον μια γενιά προσαρμοσμένη στην κρίση, που έχει προσαρμοστεί και κοιτάζει μπροστά.
Σε απόλυτα θετική τροχιά (πλέον του 80%) έχει επιστρέψει και η εμπιστοσύνη των Ελλήνων ψηφοφόρων στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα έναντι του εθνικού νομίσματος με αξιοσημείωτο, όμως, το ποσοστό εναντίωσης στην Ε.Ε. των υποστηρικτών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων εξουσίας. Ένας στους τρεις ψηφοφόρους του κόμματος που υπέγραψε την είσοδο της χώρα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δηλώνει σήμερα κατά της ΕΕ και αντίστοιχα ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, του κομματικού σχηματισμού που δηλώνει πολιτικός απόγονος της ΕΔΑ και το ΚΚΕ Εσωτερικού που είχαν επίσης ψηφίσει την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ.
Σταθερά πιο… φιλικό στα ευρωπαϊκά ιδεώδη κόμμα παραμένει το Κίνημα Αλλαγής (μετρημένο είτε ενιαία, είτε ως ΔΗΣΥ-Ποτάμι). Παρά την συνένωση υπαρχόντων κομμάτων πάντως, ο σχηματισμός της Κεντροαριστεράς καταγράφει ποσοστά χαμηλής συσπείρωσης (λόγω της απώλειας ποσοστών του Ποταμιού) αλλά και απώλειες προς ΝΔ πρωτίστως και ΣΥΡΙΖΑ ακολούθως μερίδας ψηφοφόρων του 2015, οι οποίοι με την ανάποδη ροή από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν φαίνεται ακόμα να αναπληρώνονται.
Αξιοσημείωτη τέλος είναι και η θετική επιρροή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη στους υποστηρικτές του ΚΙΝ.ΑΛ., ο οποίος αποσπά θετική γνώμη από έναν στους δύο ψηφοφόρους του με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να περιορίζεται σε μονοψήφιο ποσοστό δημοφιλίας στον σχηματισμό της Κεντροαριστεράς.
* Ο Γιάννης Μαστρογεωργίου είναι διευθυντής στο Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη