Ας αρχίσουμε με ένα παράδειγμα από το, σχετικά πρόσφατο, παρελθόν. Το 1997 ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δέχτηκε στο Μέγαρο Μαξίμου τον αείμνηστο ευρωβουλευτή του (τότε) Συνασπισμού Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Στον μικρόκοσμο του ΣΥΝ προκλήθηκε τρικυμία και, με εντολή του αρχηγού του Νίκου Κωνσταντόπουλου, ο Παπαγιαννάκης αποδοκιμάστηκε (εδώ), ενώ στο παρασκήνιο όλοι μιλούσαν με βεβαιότητα ότι επίκειται η μεταπήδησή του «στο ΠΑΣΟΚ του Σημίτη». Τίποτα δεν έγινε.
Τι θυμίζει αυτό το περιστατικό; Ακριβώς ό,τι έγινε αυτές τις ημέρες με την συνάντηση Αλέξη Τσίπρα- Σταύρου Θεοδωράκη. Ο αρχηγός του Ποταμιού αποδοκιμάστηκε ήπια από το υπό συγκρότηση νέο Κίνημα Αλλαγής και με σφοδρότητα από προσκείμενα στη ΝΔ μέσα ενημέρωσης. Αυτή είναι η διαφορά με το τότε.
Σήμερα όσα συμβαίνουν στο τρίτο (δημοσκοπικά) πολιτικό κόμμα προκαλούν από ενδιαφέρον έως αναταράξεις. Η «κατηγορία» που προσάπτουν στον Θεοδωράκη είναι ότι είναι έτοιμος να πάρει τη θέση του Πάνου Καμμένου και των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση Τσίπρα. Πρόκειται για αστειότητα και το γνωρίζουν. Στην πραγματικότητα η συζήτηση και ο ντόρος αφορά το «μετά», δηλαδή το τι θα συμβεί μετά τις προσεχείς εκλογές. Κι επειδή κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί, ο καθένας προσπαθεί να παίζει το δικό του (ιδιοτελές) παιχνίδι. Ας προσπαθήσουμε να το ξεδιαλύνουμε:
Διαπίστωση πρώτη: Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ έχουν αυτονοήτως ξεκάθαρη θέση. Κάθε ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα θέλει να ρυμουλκήσει το τρίτο στο δικό του άρμα. Με ποια έννοια; Η ΝΔ, αν δεν έχει αυτοδυναμία, θέλει το Κίνημα Αλλαγής να συμπράξει ξανά σε νέο κυβερνητικό σχήμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, θέλει να το αποτρέψει.
Διαπίστωση δεύτερη: Το Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ το κατηγορεί ότι «συμπλέει με τη Δεξιά», η δε ΝΔ ότι πάει να γίνει «δεκανίκι του Τσίπρα». Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Το χειρότερο είναι ότι έχει πραγματικό πρόβλημα στο εσωτερικό του. Ζει με μια θεμελιώδη αντίφαση. Ποια είναι; Το σημερινό στελεχικό δυναμικό του είναι, στη μεγάλη πλειονότητά του, φανατικά απέναντι στον Τσίπρα και στον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, το μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων (του ΠΑΣΟΚ) βρίσκεται στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σημαίνει ότι, αν το Κίνημα Αλλαγής θέλει να μη μείνει σε μονοψήφιο ποσοστό, πρέπει να απευθυνθεί σε αυτόν τον κόσμο. Πώς γίνεται αυτό;
Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Ομως, υπάρχουν ορισμένα δεδομένα.
Πρώτον, το τι θα γίνει μετά τις εκλογές θα το αποφασίσουν οι ψηφοφόροι. Αν δώσουν αυτοδυναμία, το πρόβλημα λύνεται αυτομάτως. Διαφορετικά, τότε κριθούν τα πάντα.
Δεύτερον, όσοι ζητούν από το τρίτο κόμμα να πάει από τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ ή την ΝΔ απλώς παίζουν το παιχνίδι των δύο. Ειδικά όσοι θεωρούν αυτονόητο ότι πρέπει να δηλώσει από τώρα ότι θα συμπράξει μόνο με την ΝΔ απλώς υποκρίνονται. Διότι (παριστάνουν ότι) ξεχνούν πως προεκλογικά τα κόμματα επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τα δικά τους (και όχι των άλλων) εκλογικά κέρδη. Για παράδειγμα, το 2012 ο Αντώνης Σαμαράς γνώριζε ότι ΔΕΝ θα πετύχει αυτοδυναμία και, παρόλα αυτά, δεν είπε ποτέ με ποιον θα συνεργαστεί για να σχηματίσει κυβέρνηση. Αντιθέτως, δήλωνε «ρητά και κατηγορηματικά» ότι ΔΕΝ θα συγκυβερνούσε ποτέ με το «διεφθαρμένο ΠΑΣΟΚ» (απολαύστε τον εδώ). Την επομένη των εκλογών συγκυβέρνησε με αυτό το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου και μάλιστα αργότερα καμάρωνε γι’ αυτό. Λοιπόν, ποιος κοροϊδεύει ποιον;
Εντάξει, οι πολλοί ψηφοφόροι έχουν μνήμη χρυσόψαρου. Ομως, υπάρχουν και άλλοι, οι οποίοι δεν είναι οπαδοί και δεν θέλουν να πέσουν στο δίλημμα «ή με τον έναν με τον άλλον». Ειδικά για το τρίτο κόμμα το δίλημμα αυτό μπορεί να αποβεί διαλυτικό και γι’ αυτό η ηγεσία του έχει υποχρέωση να το υπερβεί. Οσοι πονηροί πιέζουν για μια εκ των ων ουκ άνευ συγκυβέρνηση με την ΝΔ (θέλουν να) παραβλέπουν δύο καθοριστικά δεδομένα.
Το πρώτο: αν το Κίνημα Αλλαγής δεν καταφέρει να αποσπάσει (πρώην δικούς του) ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει μέλλον. Και αυτό δεν θα γίνει με τη συνταγή «ο ΣΥΡΙΖΑ φταίει και για το προπατορικό αμάρτημα», όπως λένε οι αβανταδόροι της ΝΔ. Για παράδειγμα (μια που το θέμα είναι επίκαιρο), είναι τουλάχιστον υποκριτικό να βλέπουν μόνο τους (αναμφισβήτητους) δεσμούς του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ με τον «ολιγάρχη» Ιβάν Σαββίδη, αλλά να ξεχνούν τους αντίστοιχους δεσμούς αυτού του «ολιγάρχη» με τους προηγούμενους αρχηγούς της ΝΔ (εδώ και εδώ).
Το δεύτερο: η συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση Σαμαρά το οδήγησε σε εκλογική καταστροφή. Επίσης, η εμπειρία από τις εξελίξεις στην Ευρώπη(πέρσι στη Γερμανία, φέτος στην Ιταλία) δείχνει ότι ο χώρος του Κέντρου, της Σοσιαλδημοκρατίας, της Κεντροαριστεράς οδηγήθηκε σε μεγάλες εκλογικές ήττες, πληρώνοντας τη συμμετοχή του σε κυβερνήσεις.
Το συμπέρασμα είναι εύλογο. Το Κίνημα Αλλαγής δεν (πρέπει να) έχει ως πρώτη προτεραιότητά του τη συμμετοχή του στην όποια κυβέρνηση σώνει και καλά. Πόσω μάλλον να το δηλώσει προκαταβολικά. Οσοι του το ζητούν παίζουν το παιχνίδι των άλλων δύο, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.