Δεν ξέρουμε αν τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ιταλία παραπέμπουν σε αυτό που περιγράφει αυτός ο τίτλος μιας εφημερίδας.
Ας αφήσουμε τους Ιταλούς να αξιολογήσουν τα του οίκου τους και ας επιχειρήσουμε να τα αναγνώσουμε από διαφορετική σκοπιά.
Στην τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης επανέρχονται παλιοί και διεφθαρμένοι πολιτικοί (Μπερλουσκόνι) και κυριαρχούν κόμματα λαϊκιστικά (Πέντε Αστέρια), ακροδεξιά και εθνικιστικά (Λέγκα του Βορρά). Αντίθετα, καταποντίζεται το Δημοκρατικό Κόμμα, που ήταν ένα μείγμα κεντρώων, σοσιαλδημοκρατικών και κεντροαριστερών δυνάμεων.
Τι γίνεται στην Ευρώπη;
—Τα πρώτα κακά μαντάτα ήρθαν πέρσι με την σαφή ακροδεξιά στροφή στην Αυστρία, όπου το Λαϊκό Κόμμα του Κουρτς νίκησε στις εκλογές συναγωνιζόμενο σε αντιμεταναστευτική ρητορεία το ακροδεξιό, το οποίο έκανε εκλογικό άλμα, υπολειπόμενο ελάχιστα των Σοσιαλδημοκρατών.
—Στην Ολλανδία, επικράτησε μεν το κόμμα του συντηρητικού πρωθυπουργού Ρούτε, αλλά το ακροδεξιό κόμμα παρέμεινε ισχυρό.
—Στην Γερμανία, υποχώρησαν και τα δύο παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα (Χριστιανοδημοκρατικό και Σοσιαλδημοκρατικό) και ανέβηκε πολύ το ακροδεξιό και ξενοφοβικό «Εναλλακτική για την Γερμανία».
Αυτή είναι η μία διάσταση της τάσης που φαίνεται ότι αρχίζει να επικρατεί στην Ευρώπη: η ενίσχυση των ακραίων και ξενοφοβικών κομμάτων, που ποντάρουν πολύ στην κρίση της μετανάστευσης. Σημειωτέον ότι, παρά την αποτυχία της Λεπέν στις προεδρικές της Γαλλίας, το κόμμα της παραμένει ισχυρό, για να μην πούμε τι γίνεται στην Ουγγαρία, όπου κυριαρχεί ο ακροδεξιός Ορμπαν.
Είναι, λοιπόν, ορατή μια ακροδεξιά στροφή στην Ευρώπη, για την οποία προειδοποίησε πρόσφατα και ο Καρδινάλιος της Αυστρίας (εδώ).
Η δεύτερη διάσταση είναι η, επίσης σαφής, υποχώρηση παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, όπως οι Σοσιαλδημοκράτες, πέρσι στην Γερμανία και τώρα στην Ιταλία. Και αν για την άνοδο των ακροδεξιών και εθνικιστικών κομμάτων φταίει η προσφυγική κρίση, για την πτώση των Σοσιαλδημοκρατών τα αίτια είναι άλλα: η σαφής υποχώρηση της πάλαι ποτέ κοινωνικής Ευρώπης. Ακόμα και στην κραταιά Γερμανία έχουν αυξηθεί πολύ οι λεγόμενες ευέλικτες μορφές εργασίας, που μοιραία φέρνουν μείωση των αμοιβών και υποχώρηση της κοινωνικής θέσης λαϊκών στρωμάτων, τα οποία αποτελούσαν την παραδοσιακή εκλογική πελατεία του SPD.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Ιταλία. Σε μια χώρα με παραδοσιακά ισχυρή βιομηχανική παρουσία, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί δραματικά τα ποσοστά της ανεργίας (και ειδικά των νέων) και της φτώχειας. Η διακυβέρνηση Ρέντσι, παρά τις αρχικές προσδοκίες, δεν κατάφερε να αντιστρέψει αυτήν την πορεία.
Πόσο συνδέονται —και πώς— αυτές οι εξελίξεις με τα δικά μας; Εκ πρώτης όψεως δεν συνδέονται. Παρά την άνοδο της Χρυσής Αυγής τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα δεν απειλείται από καμία ακροδεξιά επέλαση. Οι ΑΝΕΛ, μια από τις εκφράσεις του εθνικιστικού μπλοκ, είναι σε υποχώρηση και οδεύουν μάλλον προς την κοινοβουλευτική εξαφάνιση.
Ομως, υπάρχει και η δεύτερη διάσταση. Οι κυβερνητικές δυνάμεις των τελευταίων οκτώ χρόνων (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έως το 2014, ΣΥΡΙΖΑ από το 2015) σχεδόν ταυτίζονται στον τρόπο διαχείρισης της κρίσης, με την εφαρμογή διαδοχικών Μνημονίων. Παρά την -τυπική- λήξη αυτής της μνημονιακής περιόδου τον προσεχή Αύγουστο, οι οιωνοί για ουσιαστική αλλαγή στη ζωή των πολιτών δεν είναι καλοί. Τα περί success story του Τσίπρα έχουν ανάλογη βαρύτητα με τα αντίστοιχα του Παπανδρέου και του Σαμαρά, δηλαδή καμία.
Και όμως αυτό είναι πλέον το ζητούμενο. Η υψηλή ανεργία, τα αυξανόμενα ποσοστά φτώχειας, η μετανάστευση, ειδικά των νεότερων, αν και έχουν επείγοντα χαρακτήρα, δυστυχώς δεν φαίνεται βρίσκονται στην πρώτη θέση των προτεραιοτήτων των κυβερνητικών πολιτικών δυνάμεων. Ομως, αν δεν αρχίσει έστω να αχνοφαίνεται κάποιο φως στο βάθος του τούνελ, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι ομαλές, όπως τις γνωρίζουμε μέχρι τώρα.
Ειδικά για τις κεντρώες και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις τα μηνύματα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ανησυχητικά. Οι εκεί συγγενείς δυνάμεις υποχωρούν, ειδικά εκείνες που άσκησαν κυβερνητική εξουσία (Γερμανία, Ιταλία), η οποία οδήγησε σε επιδείνωση της ζωής πολυπληθών λαϊκών στρωμάτων.
Τα συμπεράσματα είναι εύλογα. Πόσω μάλλον όταν έχουμε και ανάλογες εμπειρίες από το πολύ πρόσφατο δικό μας παρελθόν.