Ο Αλέξης Τσίπρας προδομένος από τη γλώσσα του σώματος, την Παρασκευή στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελών | Alexandros Michailidis / SOOC
Απόψεις

Πάλι στον κίνδυνο για ένα πολιτικό παιχνίδι

Η εβδομάδα που πέρασε αλλάζει τα δεδομένα. Η σύγκρουση Ντράγκι - Τσακαλώτου στο Eurogroup, η επικράτηση της αντιπολίτευσης στη Βουλή και η αινιγματική δήλωση Σεντένο για την επόμενη κυβέρνηση αποκαλύπτουν τις ρωγμές στην «παντοδυναμία» του κυβερνητικού συστήματος
Αλέκος Παπαναστασίου

Λένε ότι αυτή η κυβέρνηση μπορεί να κάνει τα πάντα για μια στιγμή δημοφιλίας, ακόμη και δημοψήφισμα. Η αλήθεια είναι όμως ότι τον Δεκέμβριο, όταν έκλεινε σε τεχνικό επίπεδο η τρίτη αξιολόγηση στο Hilton, κάποιοι είχαν πειστεί ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα και ότι το Μαξίμου άφηνε πίσω τις παλιές του συνήθειες.

Η αυγή του νέου έτους ήρθε να τους διαψεύσει σχεδόν δραματικά. Οι γεμάτες πλατείες με αφορμή το Σκοπιανό έστειλαν το μήνυμα στο Μαξίμου, αλλά κυρίως έξω, ότι ο Πρωθυπουργός ίσως να μην είναι ο «θαυματοποιός» που νόμιζαν. De facto το πολιτικό του κεφάλαιο είχε δεχτεί πλήγμα και το μάρκετινγκ προς τα έξω ότι «κρατάω τον πληθυσμό σε ηρεμία και τα περνάω όλα» υπέστη ρωγμές (αν όχι ρήγμα).

Η αντίδραση από το Μαξίμου, ώρες μετά, αντανακλούσε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τον κλονισμό και την έλλειψη ψυχραιμίας που έφεραν αυτές οι διαπιστώσεις. Με αρχή τις μεγαλοστομίες για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους» οι λάθος χειρισμοί οδήγησαν στην ήττα της κυβέρνησης κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία για τη Novartis αυτή την εβδομάδα στην οποία νίκησε κατά κράτος η αντιπολίτευση για πρώτη φορά από τον Ιανουάριο του 2015.

Ηταν η απόπειρα να αλλάξει το κεντρικό αφήγημα καθώς ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε ενημερώσει το Μαξίμου ότι το ροζ συννεφάκι της εξόδου από το Μνημόνιο θα συνοδεύεται από σκληρούς όρους επιτήρησης που θα μοιάζουν πολύ με μνημόνιο. Η απόπειρα όμως έγινε με έναν τρόπο που γύρισε μπούμερανγκ. Κάπως έτσι και τα δύο αφηγήματα —καθαρή έξοδος και διεφθαρμένο παλιό σύστημα— αιωρούνται αυτή τη στιγμή στο κενό.

Το αφήγημα και ο κίνδυνος

Το πρώτο, η οικονομία, είναι αυτό που έχει την κρίσιμη σημασία: διότι υπάρχει ο κίνδυνος η κυβέρνηση να χύσει την καρδάρα με το γάλα —που δεν την γέμισε η ίδια αλλά οι εξουθενωμένοι φορολογούμενοι με τις θυσίες τους— για να παίξει το πολιτικό παιχνίδι της υποτιθέμενης καθαρής εξόδου.

Εκεί εδράζεται η σύγκρουση Ντράγκι – Στουρνάρα με Τσίπρα – Τσακαλώτο. Παρά τις απανωτές αναβαθμίσεις των τελευταίων εβδομάδων τα ομόλογα της χώρας παραμένουν βαθιά μέσα στον κάδο του junk και χρειάζονται άλλες πέντε ή έξι αναβαθμίσεις για να ανέλθουν στο επίπεδο της λεγόμενης επενδυσιμότητας (investment grade). Αυτό είναι αδύνατο να συμβεί μέχρι τον Αύγουστο που ολοκληρώνεται το Μνημόνιο.

Ας δούμε με απλά λόγια την ουσία των αντιρρήσεων στη στρατηγική της κυβέρνησης περί καθαρής εξόδου. Η πλευρά Ντράγκι – Στουρνάρα αλλά και κορυφαίων τραπεζιτών στην Αθήνα επισημαίνει ότι ακόμη κι αν συγκεντρωθεί το λεγόμενο δημοσιονομικό μαξιλάρι η κυβέρνηση θα πρέπει να ζητήσει και την προληπτική γραμμή στήριξης τώρα που τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια είναι, κατά το κοινώς λεγόμενο, «ζεστά».

Γιατί αυτό; Διότι κοιτούν και πέρα από την ολοκλήρωση της θητείας της παρούσας κυβέρνησης, το αργότερο τον Σεπτέμβριο του 2019. Οπως παρατηρούν πολλοί ξένοι αναλυτές έχουμε μπροστά μας εκλογές, ενδεχόμενο νέων εκλογών με απλή αναλογική και εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας το 2020. Το δημοσιονομικό μαξιλάρι που εξυπηρετεί πολιτικά το αφήγημα της κυβέρνησης περί καθαρής εξόδου είναι συγκριτικά πανάκριβο (την Παρασκευή η απόδοση του δεκαετούς, παρά την αναβάθμιση από τη Moody’s, ήταν στο 4,4%) σε σύγκριση με τα χρήματα που δανειζόμαστε από τον ESM με επιτόκιο περί το 1% και θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην προληπτική γραμμή. «Θα μας στοιχίσει ο κούκος αηδόνι και θα μπούμε σε κίνδυνο για πολιτικάντικους λόγους» εξηγούσε την Παρασκευή κορυφαίος τραπεζίτης.

Αυτό που εννοεί ο πολύπειρος παράγοντας της οικονομίας είναι ότι η κυβέρνηση, για να πουλήσει το αφήγημα ότι βγαίνουμε από το μνημόνιο και να μην υπογράψει την προληπτική γραμμή που κάποιοι θα πουν ότι μοιάζει με μνημόνιο (και την είχαν δεχτεί και οι τρισκατάρατοι Σαμαροβενιζέλοι) επιλέγει πάλι την στιγμιαία δημοφιλία αδιαφορώντας για τον μεσοπρόθεσμο κίνδυνο για τη χώρα. Διότι όταν σβήσουν τα πυροτεχνήματα της εξόδου -υποτίθεται- από το μνημόνιο τον Αύγουστο θα αρχίσουν οι κίνδυνοι. Και τα κοινοβούλια δεν θα είναι πια ζεστά, θα είναι κρύα, για να μην πούμε παγωμένα.

«Δεν χρειάζεται να έρθει η τρόικα για να σταλεί ένα ανησυχητικό μήνυμα στις αγορές. Αρκεί μία έκθεση του ΔΝΤ» συνεχίζει ο ίδιος. Φτάνει να βγει αυτή η ετήσια, η καθιερωμένη (με βάση το άρθρο 4) και να επισημαίνει ρίσκα και κινδύνους. Σε αυτή την περίπτωση οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα αρχίσουν και πάλι να ανεβαίνουν. Και τότε δεν θα υπάρχουν ούτε κοινοβούλια ούτε τίποτα και το μαξιλάρι «οι αγορές μπορούν να σου το φάνε πανεύκολα και αν δεν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας». Σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί σε μια κατάσταση παρόμοια με το 2010. Στο κενό: να παρακαλάει για μνημόνιο.

Αυτό φυσικά ουδόλως δείχνει να απασχολεί το Μαξίμου διότι αν συμβεί —όλοι το απεύχονται βεβαίως— θα σκάσει στα χέρια των επόμενων και έτσι πολύ άνετα ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να υποστηρίζει ότι «εμείς σας βγάλαμε από τα μνημόνια και αυτοί οι κακοί, οι παλιοί, σας ξαναβάζουν». Δεν απασχολεί μεν το Μαξίμου αλλά φαίνεται να απασχολεί τον Τσακαλώτο —όσο κι αν δεν το λέει δημόσια— και μαζί με τον Τσακαλώτο τον Χουλιαράκη που δείχνουν, σε ιδιωτικές συνομιλίες με παράγοντες που παίζουν ρόλο, την αγωνία τους και την ευθύνη που έχουν για τις αποφάσεις που θα ληφθούν.

Ο Ντράγκι, μέσα στο Eurogroup, αναφέρθηκε εμμέσως πλην σαφώς στο πρόβλημα αυτό. Είπε δηλαδή ότι η απόδοση του νέου επταετούς ομολόγου που εκδόθηκε με επιτόκιο 3,5% λόγω των συνθηκών της αγοράς άρχισε να αυξάνεται αντί να μειώνεται. Το πιο ανησυχητικό – και αυτό προκάλεσε την παρέμβαση Ντράγκι – είναι πως οι επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων αποκλίνουν δραματικά από αυτές των ευρωπαϊκών, τόσο του κέντρου (Γερμανία, Ολλανδία), όσο και της περιφέρειας (πχ. Πορτογαλίας) – δεν είναι δηλαδή η κρίση της Wall Street το πρόβλημα. Η επισήμανση Ντράγκι αφορά και τους χειρισμούς (κυρίως αυτούς), ας τους πούμε «τεχνικούς», στην πορεία απόκτησης πρόσβασης στις αγορές. Αυτή ακριβώς η ένσταση που θέτει εν αμφιβόλω το όλο εγχείρημα της καθαρής εξόδου προκάλεσε την αντίδραση Τσακαλώτου.

Ο Σεντένο και ο Ντάισελμπλουμ

Κάπου εκεί ήρθε για να προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση η αινιγματική αλλά τελικά σαφής επισήμανση του προέδρου του Eurogroup Μάριο Σεντένο σε συνέντευξη που παραχώρησε την Παρασκευή στο Euronews.

«Μπορεί να βγει η Ελλάδα από το πρόγραμμα βοήθειας μέχρι το καλοκαίρι;» ρώτησε το Euronews. «Είναι ένα στοίχημα, το οποίο αισθανόμαστε ότι θα επιτύχει. Είμαστε αισιόδοξοι. Το σημαντικότερο αυτή τη στιγμή είναι να προσδώσουμε στην ελληνική κυβέρνηση, στις ελληνικές αρχές και στην κοινωνία, το αίσθημα της ιδιοκτησίας για το μέλλον τους. Αποδίδω μεγάλη σημασία σε αυτό το ζήτημα -καθώς κινούμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα σε πολιτικούς και εκλογικούς κύκλους στην Ελλάδα. Είναι πολύ σημαντικό η επόμενη κυβέρνηση να διατηρήσει αυτή την αίσθηση της ιδιοκτησίας για όλη τη διαδικασία. Γιατί είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία» απάντησε ο Σεντένο.

Τι εννοεί ο ποιητής; Το πολιτικό κεφάλαιο του Τσίπρα τελείωσε και το δώρο (π.χ. της εξόδου) θα δοθεί στον επόμενο όπως συνέβη το 2014 με το Σαμαρά; Είναι πολύ νωρίς για τέτοια συμπεράσματα (πολλοί υποστηρίζουν δε με ένταση το αντίθετο) αλλά η αλλαγή ύφους στα λόγια του Σεντένο σε σύγκριση με τον Ντάισελμπλουμ είναι εκκωφαντική. Για τον προηγούμενο δεν… υπήρχε καν επόμενη κυβέρνηση και όλοι θυμούνται ότι το φθινόπωρο κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα παρενέβη στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα ζητώντας οι εκλογές να μη γίνουν νωρίτερα από τον Σεπτέμβριο του 2019! Σε αντίθεση με τον Ντάισελμπλουμ, για τον Σεντένο… φαίνεται ότι υπάρχει και επόμενη κυβέρνηση, δηλαδή να μετράει και η περίοδος μετά το Σεπτέμβριο του 2019 ή τυχόν πρόωρες εκλογές.

Πιο απλά, η περίοδος μετά τους πολιτικούς χειρισμούς και τις επιδιώξεις μιας ηγετικής ομάδας, ενός Πρωθυπουργού, ενός ή δύο πολιτικών κομμάτων. Σε αυτό το σημείο μοιάζει να συμφωνεί (με το δικό του τρόπο) με την γραμμή Ντράγκι – Στουρνάρα και την ανάγκη να θωρακιστεί ή χώρα έναντι μελλοντικών κινδύνων. Άλλωστε η κυβέρνηση, με τη σπασμωδική της αντίδραση μετά τα συλλαλητήρια και το κλίμα οξύτητας που δημιούργησε με αφορμή την υπόθεση Novartis, ξύπνησε το πιο επικίνδυνο θηρίο για την Ελλάδα στα μάτια των αγορών: τον λεγόμενο πολιτικό κίνδυνο ή αλλιώς country risk. Διότι οι σοβαροί επενδυτές (που χρόνια περιμένουμε) όταν βλέπουν τα κόμματα να σφάζονται και το πολιτικό κλίμα να θυμίζει Λατινική Αμερική δεν πρόκειται βέβαια να βάλουν τα λεφτά τους. Και την ατμόσφαιρα αυτή τη δημιούργησε κινητοποιώντας το μηχανισμό δράσης-αντίδρασης η στοχοποίηση  δέκα πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης ανάμεσα στους οποίους δύο Πρωθυπουργοί, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και ένας Επίτροπος της Ευρωπαΐκής Ένωσης.

Το επιχείρημα της κυβέρνησης και η κριτική

Ποιο είναι όμως το επιχείρημα του Μαξίμου για την άρνηση της προληπτικής γραμμής και την επιμονή αποκλειστικά στο εγχείρημα της συγκέντρωσης του λεγόμενου δημοσιονομικού μαξιλαριού ακόμη και των διαθέσιμων μέσω repos που έχουν συγκεντρωθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος; Ας το περιγράψουμε όσο πιο απλά γίνεται κι ας δούμε τις αδυναμίες του.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το μαξιλάρι αποτελεί την εγγύηση φερεγγυότητας προς τις αγορές, ότι η αποδοχή από το Eurogroup είναι «ψήφος εμπιστοσύνης» και ότι η «προληπτική πιστωτική γραμμή» προσθέτει κόστος.

Με άλλα λόγια επικρατεί η άποψη ότι δεν υπάρχει λόγος να ζητήσουμε τη «γραμμή»: η συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση θα είναι σύντομη, άρα ήσσονος σημασίας, τώρα που αυτή τελειώνει, το μαξιλάρι θα γίνει καταθέσεις στις τράπεζες ώστε να μην καταφύγουν αυτές στον ακριβό ELA. Επίσης προβάλλεται το επιχείρημα ότι με την καθαρή έξοδο ανακτάται ο έλεγχος του προϋπολογισμού και ότι καλού κακού έχουμε και τα repos (διαθέσιμα φορέων του δημοσίου, Ταμείων και ΟΤΑ) ως πρόσθετη ασφάλεια.

Σε όλα αυτά εγείρονται ενστάσεις από την άλλη πλευρά. Ας αρχίσουμε από τα δεδομένα. Οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους (χρεολύσια) μέχρι το 2019 είναι κάτω από 11 δισ. ευρώ, το Eurogroup ανεβάζει τις ανάγκες διασφάλισης μέσω του μαξιλαριού σε 20.3 δισ. ευρώ (30 δισ. ευρώ μέχρι το 2020). Δηλαδή, ωθεί την κυβέρνηση προς κάλυψη και του (συναγόμενου ως) αβέβαιου πρωτογενούς πλεονάσματος. Επίσης το αντικειμενικό στοιχείο είναι ότι «έλεγχος του προϋπολογισμού» όταν έχουν συμφωνηθεί πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 δεν είναι ακριβώς έλεγχος.

Οσοι διαφωνούν με την κυβέρνηση τονίζουν ότι η προληπτική γραμμή προσθέτει κόστος μόνον για τα κεφάλαια που θα αντληθούν – της τάξεως του 1% ετησίως ή χαμηλότερο. Αντιθέτως το μαξιλάρι προσθέτει κόστος επί του συνόλου των κεφαλαίων που θα αντληθούν (μέχρι στιγμής από τις αγορές 3,8% ετησίως). Η εσπευσμένη έξοδος στις αγορές έχει ήδη προσθέσει κόστος εξυπηρέτησης ύψους 300 εκατ ευρώ ετησίως, λένε. Το σχεδιαζόμενο μαξιλάρι, πέραν της αυξήσεως του χρέους, προσθέτει ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης το οποίο μετριοπαθώς υπολογίζεται σε 1 δισ. ευρώ – σχεδόν 0,6% του ΑΕΠ.

Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίζουν ότι η έστω και ολιγόμηνη συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, προσφέρει ρευστότητα 9 – 10 δισ. ευρώ στην αγορά ελληνικών ομολόγων. Η ΗΔΑΤ (η αγορά ελληνικών ομολόγων υπό την εποπτεία της ΤτΕ) έκανε όλο το 2017 τζίρο 555 εκατ. ευρώ ενώ το 2018 «τρέχει» με 1,5 ως 2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Με βάση αυτά τα δεδομένα επιμένουν ότι το θετικό σοκ ρευστότητας της συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση θα είναι τεράστιο και δεν πρέπει να το χάσουμε.

Επιπροσθέτως, θυμίζουν ότι ακόμη και μετά τη λήξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, ο Ντράγκι έχει διαβεβαιώσει πως η επανεπένδυση των χρημάτων θα συνεχισθεί για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Δηλαδή, με την καθαρή έξοδο που επιχειρεί η κυβέρνηση, απεμπολεί ρευστότητα 9 – 10 δισ. ευρώ, με συνέπεια να επιβραδύνεται δραματικά η μακροπρόθεσμη αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού.

Τι γίνεται όμως με τα διαθέσιμα; «Τα repos τελικά δεν είναι πανάκεια» σημειώνει ο ίδιος τραπεζίτης και εξηγεί: Το 2017 το κόστος εξυπηρέτησης του βραχυπρόθεσμου δανεισμού από φορείς του δημοσίου ήταν 4,63%. Δανεισμός πανάκριβος. Επίσης, η λεπτομέρεια για την οποία δεν γίνεται κουβέντα αφορά την αφαίρεση ρευστότητας από την οικονομία μέσω των repos. Τα νοσοκομεία μπορεί να μην έχουν σεντόνια για τους ασθενείς, οι διοικήσεις όμως έχουν «χαρτιά» με πάνω από 4% απόδοση, την οποία όμως πρέπει να ανακυκλώσουν.

Στο τέλος μιλάει το Eurogroup

Κάπως έτσι, με το πολιτικό θερμόμετρο στο κόκκινο και τις αποδόσεις των ομολόγων να ανεβαίνουν η μοίρα αυτής της χώρας —και των πολιτών της που έκαναν θυσίες επί οκτώ έτη για να την κρατήσουν όρθια— θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από ένα πολιτικό παιχνίδι ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. Σαν τα γουέστερν. Με ευθύνη της κυβέρνησης τα κόμματα είναι πάλι σε θέσεις μάχης και εμείς οι πολίτες —που πληρώνουμε το λογαριασμό— γίναμε πάλι ο άμαχος πληθυσμός ανάμεσά τους.

Τι θα γίνει τελικά; Με δεδομένο ότι τις τελικές αποφάσεις δεν τις λαμβάνουν ούτε η Κομισιόν ούτε η ΕΚΤ αλλά το Eurogroup όπου παίζουν ρόλο οι πολιτικές ισορροπίες και οι επιδιώξεις των κρατών το υποτιθέμενο clean exit έχει αυτή τη στιγμή το προβάδισμα: Για τον απλό λόγο ότι κανένας πολιτικός δεν θέλει να ξεβολευτεί και να ζητήσει από το κοινοβουλιό του να ψηφίσει την προληπτική γραμμή που θα μπορούσε να μας διασφαλίσει. Σε αυτό το κλίμα, παρά τις αμφιβολίες του Τσακαλώτου και του Χουλιαράκη, κολλάει και η αποφασιστικότητα του Μαξίμου να μη ζητήσει τη γραμμή για να μη χαλάσει το ονόρε της δήθεν καθαρής εξόδου από το μνημόνιο.

Οπότε… καλή μας τύχη!