Πόσο καλά θυμάστε τα προγράμματα προ ιδιωτικής τηλεόρασης; Και πόσοι θυμάστε την ΥΕΝΕΔ; Με εκείνες τις μουσικές εκπομπές, «προγόνους» των μετέπειτα βίντεο κλιπ, όπου τραγουδιστές και τραγουδίστριες ερμήνευαν τις επιτυχίες τους απέναντι στο μονοκάμερο, με φυσικό σκηνικό αλσύλια της Αττικής, φορώντας σφιχτοκουμπωμένα παλτό. Τις ερμήνευαν κανονικά δηλαδή αφού οι κινήσεις τους απέδιδαν πιστά τους στίχους του τραγουδιού. Για παράδειγμα, στη λέξη «καρδιά» οι ερμηνευτές έπιαναν το στήθος τους, στις λέξεις «ψηλά» ή «ουρανός» έδειχναν (και έβλεπαν) προς τα επάνω και στο «μακριά» έτειναν το χέρι προς τα εμπρός, σε μια προσπάθεια να φτάσουν το απομακρυσμένο.
Αυτή η ρεαλιστική απεικόνιση και ερμηνεία των λέξεων αποτυπώνει, στην ουσία, και έναν τρόπο σκέψης. Το βλέπω στην πρόσφατη συνέντευξη του Αντώνη Ρέμου στα «Παραπολιτικά» όπου αναφέρεται στη συναυλία που έδωσε στο αλπικό θέρετρο Κουρσεβέλ στις 29 Δεκεμβρίου. Διοργανωμένη από τους ιδιοκτήτες του μυκονιάτικου «Nammos», στα πρότυπα των αντίστοιχων καλοκαιρινών και διαφημισμένη, περίπου, σαν την απόβαση στη Νορμανδία υπό τους ήχους του μεταλαϊκού ποπ μπουζουκιού. Αφού το δέσαμε στη Μύκονο, κάνουμε ντου και στην Ευρώπη. First we take Psarou, then we take Courchevel.
Σκέφτεται ο τραγουδιστής: Πού είναι η Κουρσεβέλ; Στις Αλπεις. Τι είναι οι Αλπεις; Η υψηλότερη οροσειρά της Ευρώπης. Αρα; Αρα «…πάμε τον Ελληνα στην κορυφή της Ευρώπης». Αυτό ακριβώς είπε αναφερόμενος στη εμφάνισή του εκεί. Και επειδή μπορεί να έχει δει και την περίφημη φωτογραφία της Ιβοζίμα, κάνει και τον συνειρμό ότι κάθε κορυφή το θέλει το λάβαρό της. Εξ ου και η συνέχεια των δηλώσεών του. «Σηκώνουμε το λάβαρο της ελληνικής διασκέδασης. Εχουν δείξει ενδιαφέρον Αμερικάνοι, Λιβανέζοι, Τούρκοι και πολλοί άλλοι λαοί και φυσικά Ελληνες».
Να σοβαρευτούμε; Δύσκολο αν και, από μία άποψη, αναγκαίο. Το θέμα εξάλλου δεν είναι ο συμπαθής, κατά τα άλλα, τραγουδιστής από τον οποίον δεν θα περίμενα μια πιο σύνθετη σκέψη. Ως προϊόν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του στο τραγούδι και τον μοσχοπουλάει σε όποιον δώσει καλύτερη τιμή. «Κάναμε πολύ καλό deal» είπε χαρακτηριστικά. Το θέμα είναι ότι υπάρχουν Ελληνες –και όχι οι οργανωτές του συγκεκριμένου event που θα ήταν φυσικό– που, όντως, θεωρούν εθνική επιτυχία το ότι αντιλάλησε το «Μπορεί να βγω, μπορεί να μπω» στις γαλλικές Αλπεις. Το ότι «δείξαμε στους ξενέρωτους πώς διασκεδάζουμε στην Ελλάδα».
Μόνο που δεν διασκεδάζαμε ποτέ έτσι στην Ελλάδα. Ακόμη και στα χρόνια της κρίσης αυτές οι υπερβολές ήταν η έξαρση και η εξαίρεση. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι συναυλίες του Ρέμου –που ανταγωνίζεται η κάθε μία την προηγούμενη όσον αφορά τον τζίρο που κάνουν– ξεκίνησαν σχεδόν παράλληλα με την κρίση και καθιερώθηκαν, ως ένα είδος θεσμού, μέσα σε αυτήν. Το πώς διασκεδάζαμε στην Ελλάδα το δείξαμε το 1960, στο περίφημο γλέντι που είχε γίνει στις Κάννες (μετά την προβολή του «Ποτέ την Κυριακή») με τη Μελίνα και τον Ζαμπέτα. Χωρίς πεντάλιτρες σαμπάνιες.
Σε αυτές τις συναυλίες της χλιδής εξάλλου δεν πάνε πλέον ούτε οι κοσμικοί των χρόνων του μεγάλου πάρτι. Είναι αρκετά ξύπνιοι ώστε να μην εκτίθενται. Ενας άλλος κόσμος συνωστίζεται και συναγωνίζεται ποιος θα κάνει τον μεγαλύτερο λογαριασμό. Και αυτή η κάστα δεν έχει εθνικό πρόσημο. Λιγότεροι πλέον Ελληνες και περισσότεροι από τις χώρες του «καινούργιου πλούτου», άνθρωποι που κοινή τους πατρίδα είναι τα πολλά λεφτά. Λεφτά (και όχι ακριβώς περιουσίες) που αποκτήθηκαν χθες και λες και πρέπει να ξοδευτούν σήμερα διότι αύριο μπορεί να μην υπάρχουν.
Ωστόσο, ο τρόπος που καταναλώνονται επικοινωνιακά αυτές οι συναυλίες στην Ελλάδα δείχνει ότι είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν ότι το να μπορέσουν να «τρουπώσουν» κάποια φορά εκεί μέσα θα τους δώσει ένα ιδιότυπο κοινωνικό διαβατήριο. Σαν να γίνονται και να προβάλλονται για να καλλιεργήσουν νέας κοπής μικροαστικά όνειρα.
Από ‘κει και πέρα ο Αντώνης Ρέμος κάνει τη δουλειά του. Και η κάθε χώρα κατακτά τις κορυφές και ανεμίζει τα λάβαρα που της αξίζουν.