Απόγονοι Μακεδονομάχων στο συλλαλητήριο του 1992 | Σπύρος Στάβερης
Απόψεις

Ας τελειώνουμε, επιτέλους, με τα Σκόπια

Εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε μία αδιέξοδη και αυτοκαταστροφική πολιτική για το «Μακεδονικό». Είναι πλέον ευκαιρία και οφείλουμε να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας
Κώστας Γιαννακίδης

Δεν υπάρχει Θεσσαλονικιός άνω των 40 που να μην θυμάται τα δύο συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Και για να είμαι πιο ακριβής, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει Θεσσαλονικιός άνω των 40 που να μην πήγε τουλάχιστον σε ένα από τα δύο. Ακόμα και αν δεν το ήθελε ο ίδιος, το είχαν αποφασίσει οι γονείς στο σπίτι ή οι δάσκαλοι στο σχολείο.

Το πρώτο συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη, στις 14 Φεβρουαρίου 1992 στην πλατεία Αριστοτέλους. Το δεύτερο διοργανώθηκε επί Ανδρέα Παπανδρέου, στις 31 Μαρτίου 1994, ενώ ήταν σε ισχύ το οικονομικό εμπάργκο στα Σκόπια. Κατά γενική ομολογία επρόκειτο για τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις που είδε ποτέ η Θεσσαλονίκη. Μέχρι τότε, η πολιτική μυθολογία έδινε θηριώδεις διαστάσεις στη συγκέντρωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή έξω από το «Μακεδονία Παλλάς», το 1974. Ομως εδώ και 25 χρόνια τα ρεκόρ και οι αφηγήσεις καλύφθηκαν από το πλήθος που σκέπασε δύο φορές το κέντρο της πόλης.

Κεντρικός ομιλητής και στα δύο συλλαλητήρια ήταν ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος. Από παλαιά οικογένεια της Θεσσαλονίκης, συντηρητικός, στενός συνεργάτης και διάδοχος του Σωτήρη Κούβελα. Σαν να τον ακούω τώρα, με τρεμάμενη φωνή, συγκινημένο και θυμωμένο πέραν των ορίων. Δεν ήταν ο μόνος. Εκείνη την εποχή ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα μοιραζόταν την ίδια αγωνία, αν δεν είναι δόκιμος όρος η ψύχωση. Ο Αλέξανδρος, η Αλεξάνδρα, ο Φίλιππος και η Ολυμπιάδα ήταν δημοφιλέστατες εγγραφές στα ληξιαρχεία. Ταβέρνες, καφενεία, κοσμήματα και τούρτες έφεραν όλο και πιο συχνά τον ήλιο της Βεργίνας. Ανέβαιναν ο Βουτσάς με τη Λάσκαρη για να κάνουν την πασχαλινή αρπαχτή και έφερναν μαζί την αγωνία τους για τη Μακεδονία.

Ηταν μία περίεργη ατμόσφαιρα γιατί καλλιεργούσε αίσθηση ανάτασης. Σχολάμε από το γραφείο, πάμε για φραπέ και πιάνουμε το εθνικό θέμα. Ο κόσμος έβγαινε στο δρόμο με διάθεση που παρέπεμπε στο ’40, αλλά εκ του ασφαλούς -δεν υπήρχε περίπτωση να καλέσουν κάποιον στο μέτωπο. Ισως για αυτό η εκδήλωση του ελληνικού εθνικισμού να περιείχε σε μεγαλύτερη δόση το στοιχείο της έπαρσης. Αυτή τη φορά δεν είχαμε να κάνουμε με Τούρκους ή Βούλγαρους, αλλά με ένα ποντίκι που βρυχάται. Οι άνθρωποι στις παρέες συζητούσαν με θέρμη την ιδέα μίας ελληνικής εισβολής πάνω από τους Ευζώνους ή, καλύτερα, τη δημιουργία κοινών συνόρων με τη Σερβία κάπου έξω από την πόλη των Σκοπίων.

Λίγες εβδομάδες μετά το πρώτο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε και η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών. Αποφάσισε να μη δεχθεί ονομασία η οποία θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία». Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης θα συζητούσε το «Νέα Μακεδονία» ή το «Βόρεια Μακεδονία» με τον γεωγραφικό προσδιορισμό. Η Μακεδονία, άλλωστε, είναι γεωγραφική περιοχή, δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με τον ελληνικό χώρο. Επίσης ο Μητσοτάκης ήξερε από τότε ότι «σε δέκα χρόνια κανένας δεν θα θυμόταν την υπόθεση». Για την ακρίβεια, κανένας δεν θα ενδιαφερόταν…

Βέβαια ο Μητσοτάκης ήταν εκείνος που έβγαλε τον κόσμο στις πλατείες. Διηγείται ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης στην πολιτική του αυτοβιογραφία: «Του είχα πει ότι ο δρόμος που ακολουθούμε, με τα συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη, είναι λάθος. Πήγα και τον είδα. Του λέω, “Κώστα, μόνο εσύ μπορείς να σταματήσεις τα συλλαλητήρια”. Μετά, η όποια κυβέρνηση θα οδηγείτο σύμφωνα με το λαϊκό αποτέλεσμα. “Δεν είσαι καλά”, μου λέει. “Δεν βλέπεις τι γίνεται; Θέλω να έχει και πολύ κόσμο. Διότι έτσι θα έχει στο ντοσιέ του ο Σαμαράς το επιχείρημα της λαϊκής πλειοψηφίας”».

Οταν ο Μητσοτάκης άλλαξε γνώμη, ήταν πλέον αργά. Ο Σαμαράς δεν συζητούσε ονομασία με τον όρο «Μακεδονία». Πρότεινε δε και την επιβολή εμπάργκο, θέση με την οποία συντάχθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και έτσι όπως κύλησαν τα πράγματα, με εκατομμύρια ανθρώπους στο δρόμο και τον ήλιο της Βεργίνας σε κάθε τοίχο, η απόφαση των πολιτικών αρχηγών δεν μπορούσε παρά να τονίζει ότι η Ελλάς αποδέχεται μόνο ονομασία χωρίς «Μακεδονία». Η χώρα εγκλωβίστηκε στον παραλογισμό. Πώς θα μπορούσε να εξηγήσει στη διεθνή κοινότητα ότι διαφωνεί με το όνομα μίας πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας όταν, δεν είχε εκδηλώσει καμία σοβαρή αντίρρηση τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες; Ολοι οι Θεσσαλονικείς της γενιάς μου έκαναν με τη μαμά τους εκδρομή για ψώνια στα Σκόπια. Τo «Welcome to Macedonia» ήταν η πρώτη πινακίδα που έβλεπες μόλις τελείωνες με τη βίζα σου. Η ελληνική στάση εξέθρεψε και τον εθνικισμό των γειτόνων, τον έφερε στα όρια της γελοιότητας και σε σημεία χωρίς επιστροφή. Και όμως, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε προτείνει την πιο λειτουργική λύση: «να ανοίξουμε ένα μεγάλο ελληνικό σούπερ μάρκετ στα Σκόπια».

Η Ελλάδα μπορούσε να μετατρέψει τη FYROM σε οικονομικό προτεκτοράτο. Πήγε όμως και επέβαλε εμπάργκο, παραχωρώντας τη θέση της στην Τουρκία και στην Ιταλία. Ενα «Νέα Μακεδονία» θα ήταν αρκετό για να δώσουμε τα χέρια και μετά να συζητήσουμε για δουλειές. Η πολιτική μας στο θέμα δεν ήταν, απλώς, παράλογη. Ηταν και καταστροφική.

Ποιος έφταιξε για αυτό; Ηταν η κοινή γνώμη που επέβαλε στην πολιτική έναν λάθος δρόμο ή ήταν ο λαϊκισμός των πολιτικών που έφερε τη χώρα μπροστά σε αδιέξοδο; Δεν ταιριάζει εδώ η διάζευξη. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο, αντιθέτως αλληλοτροφοδοτούνται. Οι πολιτικοί δεν έκαναν το χρέος τους στη σωστή στιγμή. Δείλιασαν μπροστά στο θυμικό της κοινής γνώμης. Δεν εξήγησαν στον λαό τα πράγματα όπως ακριβώς είχαν. Και δεν σχεδίασαν μία ρεαλιστική εθνική πολιτική με ρεαλιστικούς στόχους και βατό προορισμό.

Πέρασε ένα τέταρτο του αιώνα. Πολλά χρόνια. Η πολιτική έχει τώρα την ευκαιρία να επανορθώσει ένα λάθος που οδηγεί σε τοίχο. Ας πιέσουν τους γείτονες να μαζέψουν και άλλο τα γραφικά αλυτρωτικά τους, να ξεπεζέψουν από τον Βουκεφάλα. Και μετά ας κλείσουν ένα θέμα που, πράγματι, δεν θα θυμάται κανείς σε μερικά χρόνια.

Η αντιπολίτευση στέκεται στον Καμμένο. Θα προτιμήσει να πουλήσει υπερπατριωτισμό από το να συνεισφέρει στη ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων; Δεν αξίζει στη χώρα να σέρνεται πίσω από τα νάζια, τη γραφικότητα και τις πολιτικές κατινιές του Καμμένου. Ας τον αφήσουν στη γωνία, μαζί με τους χρυσαυγίτες. Του ταιριάζει καλύτερα.