Το «γαλάζιο» συνέδριο Αρχών και Θέσεων, όπως λέγεται επισήμως, που συνέρχεται το προσεχές Σαββατοκύριακο, δεν θα εκλέξει νέα όργανα του κόμματος κι άρα δεν θα υπάρξει ενδιαφέρον για τους εσωκομματικούς συσχετισμούς. Εξάλλου, είναι η εκπλήρωση της δέσμευσης της ηγεσίας της ΝΔ από το καταστατικό της, να γίνεται μία φορά το χρόνο συνέδριο που να εξετάζει την πορεία και να θέτει τους στόχους του κόμματος. Είναι ωστόσο σημαντικό από πολλές απόψεις. Υπάρχουν έντονες φιλοδοξίες αλλά και κρίσιμα διλήμματα.
Καταρχάς, πρόκειται για το συνέδριο του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Εκ των πραγμάτων, οτιδήποτε αποφασιστεί επηρεάζει τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις αφού είναι η εν δυνάμει νέα κυβέρνηση. Γίνεται δε σε μια πολιτική συγκυρία κατά την οποία οι δημοσκοπήσεις, τελευταία της MRB, επιβεβαιώνουν την πρωτοπορία της ΝΔ και πιστοποιούν ότι αγγίζει την αυτοδυναμία. Ωστόσο είναι πασιφανές ότι χρειάζεται ευρύτερη στήριξη για να την κατακτήσει.
Υπό αυτές τις συνθήκες το «γαλάζιο» συνέδριο συνιστά προσπάθεια ανατροφοδότησης της δυναμικής του κόμματος ώστε να εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι ο πολυπόθητο στόχος στις επόμενες εκλογές είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί.
Συνεπώς για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την ηγετική ομάδα του κόμματος είναι φανερό πως απαιτείται «άνοιγμα» προς το Κέντρο, αφού λόγω της ιδεολογικής ιδιοσυγκρασίας και της πολιτικής κουλτούρας του δεν υπάρχουν τα περιθώρια για αντίστοιχες απόπειρες προς την υπερσυντηρητική Δεξιά. Προς τούτο όμως απαιτείται σύγχρονο, ευρωπαϊκού προσανατολισμού, μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Δηλαδή φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική ατζέντα.
Η ηγεσία της ΝΔ θα πρέπει να δείξει σαφώς ότι δεν νοιάζεται μόνο και μόνο νικήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και να αναλάβει τη διακυβέρνηση αλλά πως μπορεί να πείσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα ότι έχει σχέδιο για την χώρα, μετά τα Μνημόνια. Πάντως, οι μέχρι τώρα ενδείξεις της δεν οδηγούν σε ευοίωνα αποτελέσματα. Παρά τις φιλοδοξίες της, η ηγεσία της ΝΔ καλείται να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο κεντρώο μεταρρυθμιστικό προφίλ και στον διάχυτα παγιωμένο συντηρητικό πελατειασμό της ευρύτερης Δεξιάς.
Οργανώνει, όπως εύστοχα σχολιάστηκε, «ένα συνέδριο α λα Ποτάμι». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι θα μιλήσουν πρόσωπα που δεν συνδέονται οργανωτικά με τη Νέα Δημοκρατία, όπως ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος, ο Κύπριος υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης, ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ο μέχρι πρότινος επικεφαλής της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Βουλής Παναγιώτης Λιαργκόβας, και άλλοι οι οποίοι πέρασαν από τις καινοτόμες συνάξεις του Σταύρου Θεοδωράκη.
Εξάλλου, καλεί τους συνέδρους να απαντήσουν σε ερωτηματολόγιο με κάλπη για σημαντικά ζητήματα της πολιτικής, με στόχο οι απαντήσεις να ενσωματωθούν στην τελική διατύπωση του Κυβερνητικού Προγράμματος. Θέματα όπως ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και οι αρμοδιότητές του, η κατάτμηση των μεγάλων περιφερειών, το ασφαλιστικό καθεστώς, αν δηλαδή θα παραμείνει αναδιανεμητικό ή θα εισαχθεί και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα κι αρκετά ακόμη.
Όμως κι αυτά εμπεριέχουν αντιφάσεις και διλήμματα. Για παράδειγμα πώς θα υπάρχει η προσφυγή στον λαό για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και το πολίτευμα δεν θα αλλάξει αφού το απαγορεύει το Σύνταγμα; Θα υιοθετηθεί ή όχι το σύμφωνο συμβίωσης κι άλλα ατομικά δικαιώματα που έρχονται σε σύγκρουση με τον πυρήνα του δεξιού συντηρητισμού;
Με άλλα λόγια, στο συνέδριο θα φανεί αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να επιβάλλει τη φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική του ατζέντα σ’ ένα κομματικό οργανισμό που νοιάζεται πρωτίστως στο πώς να πάρει και να διαχειριστεί την εξουσία για την εξυπηρέτηση των δικών του επιδιώξεων…