Ενα ορόσημο είναι πάντα χρήσιμο, ειδικά όταν τοποθετείται στο βάθος του ορίζοντα, στο τέλος μίας διαδρομής.
Μετά την είσοδο μας στην ΕΟΚ, πορευόμασταν με αποκλειστικό προορισμό το 1992, την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Μετά ήταν η ΟΝΕ, η Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση που μέσα μου ακούγεται μόνο με φωνή Κώστα Σημίτη. Ηρθε το ευρώ. Και ύστερα το 2004, οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ε, μετά ξεφούσκωσαν τα πνευμόνια από τον αέρα και το στήθος από την έπαρση. Το 2009 μάθαμε ότι ακόμα και ο ιστορικός χρόνος μπορεί να κυλήσει με κινηματογραφική ταχύτητα. Τη μία στιγμή κάνεις Ολυμπιακούς Αγώνες και την άλλη σηκώνεις τα μαξιλάρια του καναπέ, μήπως βρεις κανένα ξεχασμένο κέρμα. Τώρα είναι λες και ζούμε για τις 21 Αυγούστου 2018, ημερομηνία λήξης του προγράμματος που επέβαλαν οι δανειστές. Πέντε ημέρες μετά έρχεται η πανσέληνος και οι Ελληνες θα βγουν νύχτα στους αρχαιολογικούς χώρους, χωρίς Μνημόνια.
Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί επικοινωνιακά τον Αύγουστο του 2018 σαν το τέλος μίας παρένθεσης. Λες και όταν κλείσει η παρένθεση θα επιστρέψουμε στο παλιό σύμπαν, στην καλοπληρωμένη ανεμελιά, στην παραμόρφωση που αντιλαμβανόμασταν ως κανονικότητα. Η αλήθεια είναι πως δεν είμαστε απολύτως σίγουροι για αυτό που υπάρχει μετά. Είναι βέβαια θετική η σημειολογία της εξόδου από το πρόγραμμα, αλλά ούτε η επιτήρηση τελειώνει εκεί, ούτε θα εξαφανιστούν οι πέτρες που έχουμε να ανεβάσουμε στο βουνό.
Ωστόσο είναι εντυπωσιακή η ανυπαρξία σοβαρής συζήτησης για αυτά που θα γίνουν ή πρέπει να γίνουν μετά τον Αύγουστο του 2018, όταν η χώρα κληθεί να βρέξει τα πόδια της και να κολυμπήσει χωρίς σωσίβιο. Είναι δε στιγμές που αισθάνεσαι ότι ο εθνικός στόχος εξαντλείται στο να φτάσουμε ως τον Αύγουστο του 2018. Μετά, υποτίθεται, όλα θα βρουν τον δρόμο τους. Δεν είναι έτσι.
Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει με κομπασμό ότι είναι αυτή που βγάζει τη χώρα από τα Μνημόνια. Εντάξει, τη χώρα από τα Μνημόνια θα την έβγαζα και εγώ, θα την έβγαζε και ο Σαμαράς χωρίς αντιδράσεις για τη φορολογική αφαίμαξη των εισοδημάτων. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν σχεδίασαν πολιτική. Νόμιζαν ότι σχεδίασαν. Υλοποίησαν αυτή που επιβλήθηκε από τους δανειστές. Αυτός είναι και ο λόγος που «βγαίνουμε από τα Μνημόνια». Τα τηρήσαμε, αν όχι μέχρι κεραίας, σχεδόν σε απόλυτο βαθμό. Βέβαια, για να παραμείνουμε προσγειωμένοι, η έξοδος από τα Μνημόνια δεν είναι μία απόλυτα ρεαλιστική συνθήκη, δεδομένης της δέσμευσης για πλεονασματικούς δημοσιονομικούς στόχους
Διαχειριστικά, η υλοποίηση των Μνημονίων είναι η εύκολη δουλειά για κάθε κυβέρνηση. Δεν είναι πολιτικά, αλλά οι δράσεις που πρέπει να υλοποιηθούν περιγράφονται στα Μνημόνια με bold γράμματα. Το θέμα, λοιπόν, είναι η χώρα μετά τα Μνημόνια. Και εκείνο το τοπίο, όπως δείχνει από την απόσταση οκτώ μηνών είναι, ακόμα, θολό, ίσως και ζοφερό.
Η χώρα μετά τα Μνημόνια πρέπει να έχει δημόσιο τομέα που λειτουργεί με λιγότερα χρήματα, λιγότερο προσωπικό και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Πρέπει να είναι παραγωγικά ανταγωνιστική και επενδυτικά ελκυστική. Επίσης η Δικαιοσύνη να λειτουργεί με διαφορετικούς ρυθμούς, με ασύλληπτη, για τα σημερινά δεδομένα, ταχύτητα. Χρειάζεται ρεαλιστικό πρόγραμμα προσέλκυσης επενδύσεων, ελκυστικό τραπεζικό και φορολογικό καθεστώς.
Τι υπάρχει από όλα αυτά; Λίγα πράγματα, ελάχιστα. Και σοβαρή συζήτηση δεν γίνεται από την κυβέρνηση που έχει αναγάγει τον Αύγουστο του 2018 σε ορόσημο θρησκευτικού συμβολισμού. Η αντιπολίτευση, ως οφείλει, καταθέτει προγραμματικές προτάσεις, καλλιεργώντας, φυσικά, τις αντίστοιχες προσδοκίες. Ωστόσο αυτά τα πράγματα για να συζητηθούν σοβαρά, χρειάζονται πρωτίστως κυβερνητική πρωτοβουλία και ευρύτερες συναινέσεις. Πώς να συμβεί αυτό όταν ο εθνολαϊκισμός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προτάσσει άλλη ατζέντα; Για το ιδιοτελές μέτρο της πολιτικής μπορεί βέβαια να πράττει άριστα. Ποιος είναι, άλλωστε, ο βαθύτερος πόθος της κοινωνίας; Να βγούμε από τον Αύγουστο του 2018 και να μπούμε στον Σεπτέμβριο του 2008. Και αν κάποιος μας υποσχεθεί ότι θα μας επιστρέψει και τα χρόνια, θα τον ψηφίσουμε με τα δύο χέρια.