Μπορεί το ενδιαφέρον για το πρώτο ντιμπέιτ της Κεντροαριστεράς να χαρακτηρίστηκε υποτονικό με βάση την τηλεοπτική μέτρηση εκείνης της βραδιάς. Μπορεί και το χτεσινοβραδινό να έχει παρόμοιο αποτέλεσμα. Εξηγήσεις υπάρχουν (σιγά που θα τραβήξει τον πολύ κόσμο μια μακρόσυρτη διαδικασία με εννέα υποψήφιους αρχηγούς και πολλούς δημοσιογράφους και μάλιστα σε μη εκλογική περίοδο), αλλά δεν είναι αυτή η ουσία.
Η σημασία της εκλογής νέου αρχηγού και η μετέπειτα συγκρότηση του νέου κόμματος θα αποδειχθεί την κατάλληλη στιγμή, αφού ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει στις πολιτικές εξελίξεις έχει ήδη προεξοφληθεί ως σημαντικός από τους αρχηγούς των δύο μεγαλύτερων σήμερα κομμάτων.
Ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ γνωρίζουν καλά ότι από την επιτυχία ή μη του σημερινού εγχειρήματος στον όμορο χώρο εξαρτάται και ο δικός τους ρόλος μετά τις προσεχείς εκλογές, όποτε κι αν γίνουν. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει, επίσης καλά, ότι από την επίδοση του νέου κόμματος θα εξαρτηθεί εν πολλοίς η (προβλεπόμενη σήμερα) διακυβέρνηση της ΝΔ.
Ας τα δούμε αναλυτικότερα.
Πρώτος στόχος του κ. Τσίπρα στις επικείμενες εκλογές θα είναι να αποτρέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ. Και δεύτερος να μη συγκεντρώνουν η ΝΔ και το νέο κόμμα της Κεντροαριστεράς μαζί 180 βουλευτές. Τόσοι χρειάζονται για να εκλεγεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας την άνοιξη του 2020. Αν δεν υπάρχουν, θα μπορεί τότε ο ΣΥΡΙΖΑ να προκαλέσει εκλογές (όπως και το 2014), οι οποίες θα γίνουν με την (ήδη ψηφισμένη) απλή αναλογική. Αν αυτό συμβεί, ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταστεί ρυθμιστής των εξελίξεων, αν και ηττημένος στις επικείμενες εκλογές (του 2018 ή του 2019).
Για να επιτευχθεί αυτός ο διπλός στόχος πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει ισχυρός στην αντιπολίτευση. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να αποτύχει η προσπάθεια (ανα)σύνταξης του νέου φορέα. Εννοείται ότι αυτήν την αποτυχία την εύχεται και την επιδιώκει. Διότι είναι ο μόνος πολιτικός χώρος που μπορεί να του κάνει εκλογική ζημιά. Ολες οι έρευνες πιστοποιούν ότι η ΝΔ έχει ήδη πάρει από τον ΣΥΡΙΖΑ όσους απογοητευμένους ψηφοφόρους ήταν να πάρει και έχει πιάσει (δημοσκοπικό επί του παρόντος) ταβάνι. Οι άλλοι ψηφοφόροι, που πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, είναι πρώην ψηφοφόροι του (μεγάλου εκλογικά) ΠΑΣΟΚ, κατά κανόνα αντιδεξιοί και δύσκολα θα μετακινηθούν προς τη ΝΔ του Μητσοτάκη. Αν μετακινηθούν, είναι λογικό να προτιμήσουν τον παλιό πολιτικό χώρο τους υπό τη νέα μορφή και αρχηγία.
Ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ το γνωρίζουν αυτό και γι’ αυτό έχει ήδη μπει σε εφαρμογή η τακτική της πόλωσης, η καλλιέργεια των αντιδεξιών συνδρόμων και οι επιθέσεις κατά του αρχηγού της ΝΔ, που συγκεντρώνει χαρακτηριστικά(πρωτίστως το όνομα), που στο παρελθόν απωθούσαν αυτές τις ομάδες ψηφοφόρων. Ο κ. Τσίπρας θα προσπαθήσει να τους συγκρατήσει στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι αν ένα σημαντικό κομμάτι τους «επαναπατριστεί», όλος ο σχεδιασμός θα πάει στράφι: ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστεί μεγάλη ήττα, δεν θα ελέγχει τις μετεκλογικές εξελίξεις και το νέο κόμμα θα καταστεί ο ρυθμιστής του πολιτικού παχνιδιού, εφόσον χωρίς αυτό ούτε ο κ. Μητσοτάκης θα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση.
Ολα αυτά καθιστούν προδήλως σημαντικές τις δύο ψηφοφορίες της επόμενης και της μεθεπόμενης Κυριακής. Αν το εγχείρημα επιτύχει, ένας τρίτος υπολογίσιμος παίκτης θα παρεμβληθεί μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Αν αποτύχει, η πολιτική ζωή θα βρεθεί στη δίνη μιας εκτός ορίων σύγκρουσης του μορφώματος των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και της παραδοσιακής Δεξιάς.
Χωρίς τις μετριοπαθείς και υπεύθυνες δυνάμεις του ενδιάμεσου χώρου, του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, οι οποίες μπορούν να παίξουν εξισορροπητικό ρόλο, η επόμενη μέρα θα είναι χειρότερη για όλους.