Οι παππούδες που συχνάζουν στα επαρχιακά καφενεία είναι αμείλικτοι. Από παιδί τους θυμάμαι, εκτός από την ώρα τους να «σκοτώνουν» με τη φαρμακερή γλώσσα τους και όποιον περνούσε. Κυρίως όποια περνούσε, καθώς ήταν πιο αυστηροί στην κριτική τους απέναντι στις γυναίκες – όπως και όλη η ελληνική κοινωνία, φοβάμαι. Της μίας φαινόταν το βρακί, της άλλης φαινόταν ο κώλος, η παρ’ άλλη «αντί να κάτσει στο σπίτι να κάνει κανένα φαγητό στον άντρα της πήρε τους δρόμους». Η κοινωνική κριτική ήταν για εκείνους χόμπι πιο απολαυστικό από το τάβλι που τους περίμενε ανοιχτό στο τραπέζι. (Δεν υπαινίσσομαι πως δεν ασκούσαν και οι συμβίες τους το σπορ, απλώς εκείνες δεν συγκεντρώνονταν σε κατεξοχήν ανδρικούς χώρους όπως τα καφενεία).
Κάπως έτσι τώρα, σαν τους παππούδες που κουτσομπολεύουν τις περαστικές αρχίσαμε και εμείς να κουτσομπολεύουμε τη Θεοδώρα Τζάκρη που έκανε το λάθος να εμφανιστεί στη Βουλή με ένα σχετικά ευάερο και ευήλιο ντεκολτέ. Για να εξαντλήσουμε πάνω της όλη την ειρωνεία μας και για να αποφανθούμε, όπως διάβασα στα ουκ ολίγα δημοσιεύματα, πως οι εμφανίσεις της ξεφεύγουν ενίοτε από τα όρια του αποδεκτού, πώς αυτή τη φορά ήταν στα όρια του παρεξηγήσιμου, πως από τύχη δεν έγιναν αποκαλύψεις.
Ποια είναι τα όρια του αποδεκτού είπαμε; Πώς πρέπει να ντύνεται μια γυναίκα για να μην «σκανδαλίζει τους συναδέλφους της»; Υπάρχει νομοθετημένο όριο για τα ντεκολτέ των κυριών, ανάλογα με την επαγγελματική τους ιδιότητα, την κοινωνική τάξη τους και τον χώρο που κινούνται ώστε… να μην γίνονται αποκαλύψεις; Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες της κυρίας Τζάκρη απορώ για την έκταση που πήρε ένα ασήμαντο γεγονός. Για το πώς σαν λιγούρια πέσαμε επάνω σε ένα στήθος που στην πραγματικότητα δεν φαινόταν, και κάναμε θέμα το απόλυτο τίποτα. Αλλά ακόμα και αν φάνηκε (από λάθος ή και επίτηδες), πόσο πια σοκαριστικό μπορεί να είναι αυτό το θέαμα; Πόσο προσβλητικό για τη Βουλή των Ελλήνων και για τα χρηστά μας ήθη;
Λέγεται και σεξισμός, όσο και αν αυτού του είδους οι όροι με την κατάχρηση που τους κάνουμε τα τελευταία χρόνια κοντεύουν να χάσουν τη σημασία τους. Την εποχή που η κουβέντα για την πάταξη της σεξουαλικής παρενόχλησης (μία ακραία μορφή σεξισμού είναι και αυτή) έχει γίνει της μόδας, διατηρούμε ως φαίνεται το… δημοκρατικό δικαίωμά μας να κρίνουμε και να (κακο)χαρακτηρίζουμε μία γυναίκα από την εμφάνισή της. Αυτή τη μορφή σεξισμού τη βαφτίζουμε κοινωνική κριτική και καθαρίζουμε.
Δεν είμαστε εμείς κουτσομπόληδες, αυτή τα έβγαλε έξω και μας τα μοστράρει. Αυτές! Γιατί με τους άνδρες εξακολουθούμε να είμαστε πολύ πιο επιεικείς. Το βλέπεις και από τα σχόλια για τις εμφανίσεις των πολιτικών: Κάτι άπλυτους και απερίγραπτα ντυμένους με ρούχα ξεχειλωμένα και λεκιασμένα βουλευτές τους προσπερνάμε εύκολα, επειδή είναι άντρες απλοί, απέριττοι και κυρίως λεβέντηδες. Στη γυναίκα θα κολλήσει το μάτι μας!
Τώρα κόλλησε στη Θεοδώρα Τζάκρη. Παλαιότερα είχε κολλήσει (πολλάκις) και στην Εύα Καϊλή -για την οποία ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Σωκράτης Ξυνίδης είχε πει δημοσίως «σιγά την καλτσοδέτα!»- και σε άλλες γυναίκες βουλευτίνες. Το ίδιο κακό μάτι προσφάτως σκανάρισε τις εμφανίσεις που έκαναν δασκάλες και καθηγήτριες στη μαθητική παρέλαση.
Υπάρχει πάντα το dress code, στη Βουλή ή στην παρέλαση δεν μπορείς να πηγαίνεις ντυμένη-ντυμένος όπως σε μεταμεσονύκτια έξοδο για ποτό και χορό.
Υπάρχει και το θέμα του προσωπικού γούστου που ακριβώς επειδή είναι προσωπικό δεν αρέσει σε όλους.
Υπάρχει, βεβαίως, και η ανάγκη μας για μπλα μπλα, για σχολιασμό, για κοινωνική κριτική. Δεν γίνεται να την παραβλέψουμε, ανθρώπινη είναι και αυτή, όσο και αν δεν μας τιμά ιδιαίτερα. Ας μην χάνουμε τουλάχιστον το μέτρο. Οταν ένα συνηθισμένο ντεκολτέ γίνεται αφορμή για τόσα αρνητικά και ειρωνικά σχόλια, το μέτρο έχει χαθεί. Ο σεξισμός, ο νεοσυντηρητισμός, η υποκρισία και η κακοήθεια προβάλλουν ως κύρια συστατικά της κοινωνίας μας.