Απόψεις

Μα, καλά, υπάρχουν ακόμη ώρες κοινής ησυχίας;

Τι θα εμποδίσει τον μερακλή που βάζει μπουζούκια στα 80 ντεσιμπέλ τα μαύρα μεσάνυχτα, να το κάνει και στις 11 το πρωί της Κυριακής; Τον γείτονα που κάνει ανακαίνιση, να βαράει με βαριοπούλες χωρίς σταματημό, ή τον «φιλόζωο» να έχει το σκύλο του στο μπαλκόνι να αλυχτάει όλο το 24ωρο ;
Ελευθερία Κόλλια

Η είδηση ήλθε από το Twitter της Ελληνικής Αστυνομίας : αλλάζουν οι ώρες κοινής ησυχίας, από 1η Οκτωβρίου ως και 30 Μαρτίου αρχίζει το χειμερινό ωράριο, τουτέστιν 15.30 – 17.30 και 22.00 – 7.30, σιλάνς. «Σεβόμαστε τους γείτονες μας και δεν ενοχλούμε στις ώρες κοινής ησυχίας!», τονίζει αυστηρά η ΕΛ.ΑΣ., σε μια φράση που βασίζεται περισσότερο σε διακαή πόθο παρά σε δεδομένο.

Αυτόν για το σέβας, μονίμως απόν – με φωτεινές εξαιρέσεις, από την καθημερινότητα. Να σεβόμαστε τους διπλανούς και τους απέναντι, όπως σεβόμαστε τους συνοδηγούς και τον ΚΟΚ; Όπως σεβόμαστε τους αντικαπνιστές και την καθαριότητα στον δημόσιο χώρο;

Η ελληνική κοινωνία, μεγάλο κομμάτι της έστω, μοιάζει εξάλλου να μην αγαπά την ησυχία. Της μυρίζει θανατίλα, ξενερωσιά, κατάθλιψη.

Σταχυολογώ, για του λόγου το αληθές, κάποιες από τις αντιδράσεις – σχόλια κάτω από τη σύσταση της ΕΛ.ΑΣ.:

-«Κοίτα εδώ κάτι άτομα που θέλουν να ζουν σε νεκροταφείο… Ε, ρε τυχεροί είστε που δεν με έχετε για γειτονιά, θα σας έκανα πρωί – πρωί να νομίζετε ότι είστε πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια».

-«Δεν είναι το πρόβλημα αυτοί που κάνουν φασαρία, το πρόβλημα είναι αυτοί που θέλουν ησυχία. Φαίνεται πόσο μίζεροι και ξενέρωτοι άνθρωποι είναι. Πάτε πεθάνετε καλύτερα, άμα θέλετε 365 ημέρες τον χρόνο ησυχία».

-«Εμείς στα Λιόσια, γλεντάμε όλο το 24ωρο».

– «Μπορείτε όλοι εσείς να πάτε να μείνετε σε κανένα ερημονήσι. Μάλλον δεν σας περνάει από το μυαλό ότι οι άνθρωποι ζουν κιόλας και θέλουν να περνάνε καλά (…). Άμα σας ενοχλεί ωτασπίδες και ξυδάκι».

– Και το καλύτερο: «Ε, όχι ρε… δεν σας σέβομαι από την ώρα που δεν σέβεστε και εσείς εμένα, που θέλω να περάσω καλά».

Δεν είναι σαφές πως μπορεί να βγάλει κανείς άκρη με αυτή τη νοοτροπία. Δεν υπάρχει αντίδοτο στον παραλογισμό που φορά τον μανδύα της κανονικότητας. Ούτε στο –παρωχημένο, πλην δημοφιλές- στερεότυπο του έλληνα Ζορμπά που κατοικοεδρεύει σε κάθε γειτονιά, από το Ρέθυμνο μέχρι το Μενίδι, και θέλει να γλεντοκοπάει στο όνομα της ζωής, αντιμετωπίζοντας τον θόρυβο ως ξόρκι στην ανυπαρξία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι λαοί της Μεσογείου έχουν συμπεριφορές πιο ηχηρές και έντονες από αυτές που χαρακτηρίζουν για παράδειγμα τους Βιεννέζους ή τους Μοσχοβίτες. Όπως και δεν αμφισβητεί κανείς ότι οι μεγάλες πόλεις απέχουν παρασάγγας ως προς την ηχορρύπανση από τις αγροτικές περιοχές.

Τα χαρακτηριστικά αυτά, όμως, δεν νομιμοποιούν την έλλειψη σεβασμού. Γιατί, βεβαίως, με τη συγκεκριμένη νοοτροπία, παύει κανείς να έχει προσδοκία, όχι μόνο για τις ώρες κοινής ησυχίας, αλλά και για όλες τις υπόλοιπες. Τι θα εμποδίσει τον μερακλή που βάζει μπουζούκια στα 80 ντεσιμπέλ τα μαύρα μεσάνυχτα, να το κάνει και στις 11 το πρωί της Κυριακής; Τον γείτονα που κάνει ανακαίνιση, να βαράει με βαριοπούλες χωρίς σταματημό,  ή τον «φιλόζωο» να έχει το σκύλο του στο μπαλκόνι να αλυχτάει όλο το 24ωρο ;

Όλοι έχουν μια πονεμένη ιστορία να διηγηθούν. Χάρτινοι οι τοίχοι των διαμερισμάτων, πυκνή κι η δόμηση της Αθήνας που εγκλωβίζει τους θορύβους, ροκανίζοντας ύπουλα την ποιότητα ζωής.

Τα τελευταία χρόνια ειδικά, ο απρόσκλητος επισκέπτης δεν περιορίζεται στη γειτονιά, μπαίνει κατευθείαν στο σπίτι. SMS, viber, κλήσεις που κουδουνίζουν αδιάλειπτα, κάνουν τις ώρες κοινής ησυχίας να μοιάζουν με ουτοπία προσωπικής γαλήνης, με απολειφάδι ενός παλιομοδίτικου, οικογενειακού, savoir vivre που μυρίζει ναφθαλίνη: «Μα καλά, μες το μεσημέρι θα τον πάρεις τον άνθρωπο; »

«Μα, καλά, ποιος κοιμάται πια μεσημέρι;», ήταν η αναιδέστατη απάντηση πωλήτριας σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας στην παρατήρηση ότι δεν γίνεται να τηλεφωνούν -στο σταθερό- «απαγορευμένες» ώρες ∙ το επιχείρημα ότι το «ντριιιιν» μπορεί να σου τινάξει στον αέρα εργώδη προσπάθεια, όπως φερ’ ειπείν το να βάλεις ένα μωρό για ύπνο, ή να ταράξει έναν ασθενή που πονάει και κατάφερε μόλις να κλείσει τα μάτια του, να διακόψει κάτι σοβαρό τέλος πάντων, δεν ήταν αρκούντως πειστικό.

Η ίδια εταιρεία επέμενε να καλεί σχεδόν καθημερινά στις 3 το καταμεσήμερο, μέχρι και τον Αύγουστο, καταστρέφοντας τη μοναδική μες τη χρονιά πιθανότητα για σιέστα – πολυτέλεια των ολιγοήμερων διακοπών.