Ποτέ της δεν ήθελε να ακούσει ότι ήταν σύμβολο του σεξ | Menelaos Myrillas / SOOC
Απόψεις

Η πάντα ορφανή Ζωή Λάσκαρη

Η ευθύτητα του βλέμματός της. Και η ευθύτητα των λόγων της. Οχι μόνον όταν έπινε κανένα ποτηράκι και λυνόταν στους φίλους. Αλλά και όταν, κοιτώντας πάντα κατευθείαν στο βάθος των ματιών, εκτόξευε αλήθειες σκληρές. Της είχε στοιχίσει πολύ και πολλά αυτό
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Την ορφάνια. Αυτήν δεν είχε ξεπεράσει ποτέ της. Και τη θυμόταν, άλλοτε με τα μάτια χαμηλωμένα κι άλλοτε με τα μάτια ίσια στα μάτια τού συνομιλητή της. Το είχε αυτό η Ζωή Λάσκαρη. Και να κοιτάει ίσια στα μάτια και να μιλάει στα ίσια και να γυρίζει σε εκείνα που την πονούσαν. Και τη στήριξαν.

Εχασε μικρή και τους δύο γονιούς της. Πρώτα τον πατέρα της, ύστερα τη μητέρα της. Σχεδόν δεν τους γνώρισε, έλεγε. Κι αυτό την πονούσε. Και το ‘κανε δύναμη. Ακόμη και στα χρόνια που το «σταρ σύστεμ» της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου και η Φίνος Φιλμς την είχε αναδείξει σε σύμβολο του σεξ, κατά τα πρότυπα του Χόλιγουντ. Ούτε να το ακούσει.

Σύμβολο του σεξ; Ούτε για αστείο. Κι ας σοβούσε τότε η κόντρα μεταξύ της ξανθιάς «σεξοβόμβας» Ζωίτσας και της μελαχρινής Μάρθας Καραγιάννη. Οι ρόλοι τις χώριζαν. Δραματικοί κυρίως και λίγοι κωμικοί ή σε μιούζικαλ για τη μία, κωμική η μελαχρινή.

Ο θρυλικός Φιλοποίμην Φίνος ποντάρισε συχνά σε αυτή την «κόντρα» στα γούστα. Ανάλογη εκείνης της ξανθιάς Αλίκης Βουγιουκλάκη με τη μελαχρινή Τζένη Καρέζη. Τα τερτίπια του Χόλιγουντ, βλέπετε, είχαν έρθει και στα μέρη μας. Ομως ο Φίνος τη Ζωίτσα έλεγε «κόρη του». Κι εκείνη ήθελε να υιοθετήσει. Της το έλεγε και μέσα της κάτι σκιρτούσε. Ηταν η ορφάνια που την πονούσε.

Τι πάθος. Πάθος για όλα όσα αγαπούσε με θέρμη και φόρα

Για να μην πάρουν τα μυαλά της αέρα όταν σύμβολο του σεξ την ανέβαζαν, ξανθιά καλλονή την κατέβαζαν, αυτό θυμόταν. Για να «έρχεται στα ίσια της». Ετσι δεν ξεχνιόταν.

Κι αν το όμορφο κορίτσι το είχε με τη βίτσα ο αυστηρός θείος της, στρατηγός, στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και τότε – έλεγε σε άλλη συζήτηση – αυτό είχε στον νου της για να μαζεύεται από μόνη της. Άλλο αν οι μύθοι για τα κάλλη της και τα καμώματά της έδιναν κι έπαιρναν.

Στα κινηματογραφικά πλατό της οδού Χίου, στη Φίνος Φιλμ, περίμενε πώς και πώς την ατάκα «κόρη μου» του Φιλοποίμενα Φίνου. Ακόμη και τις ώρες – και αυτό το έκανε πάντα με μεγάλη χαρά – που γελούσε ή έτρωγε ή έπινε με τα συνεργεία. Ήταν το αποκούμπι της και η παρέα της οι τεχνικοί. Άλλο τι έγραφαν στα περιοδικά της εποχής που μεγέθυναν συστηματικά τον μύθο της ωραίας και μοιραίας.

Τα δύο τελευταία χρόνια έγραφε -ή, μάλλον, υπαγόρευε- την αυτοβιογραφία της. Μάλλον απομνημονεύματα. Τα κοίταζε, τα ξανακοίταζε και δεν είχε αποφασίσει ακόμη να τα εκδώσει. Δεν ξέρουμε, λοιπόν, ακόμη πώς θα χειριζόταν το εδάφιο της γνωριμίας της με τον σύζυγο «της Ζωής και της ζωής της» Αλέξανδρο Λυκουρέζο. Αν θα ανέφερε πως όταν πρωτογνωρίστηκαν εκείνος της ζήτησε να περιμένει για λίγο έξω από τα γραφεία της Χρήστου Λαδά 4, που στέγαζαν τα ιστορικά «ΝΕΑ» (και τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη) για να ανεβεί και να καλέσει τον φίλο του, ποιητή και δημοσιογράφο και μετέπειτα κουμπάρο του, Λευτέρη Παπαδόπουλο για να του τη γνωρίσει.

Εκείνο που δεν θα έχει περάσει στις σελίδες αυτών των απομνημονευμάτων είναι μάλλον η ευθύτητα του βλέμματός της. Και η ευθύτητα των λόγων της. Όχι μόνον όταν έπινε κανένα ποτηράκι και λυνόταν στους φίλους. Αλλά και όταν, κοιτώντας πάντα κατευθείαν στο βάθος των ματιών, εκτόξευε αλήθειες, αποίκιλτες, ενίοτε και σκληρές. Της είχε στοιχίσει πολύ και πολλά αυτό. Ανθρώπους που δεν άντεχαν την αλήθεια της ή την έβρισκαν σκληρή. Το έλεγε κι η ίδια. Πόσους της στοίχισε αυτή της η αρετή (εν τέλει).

Και πάθος. Τι πάθος. Πάθος για όλα όσα αγαπούσε με θέρμη και φόρα. Για τους αγαπημένους της. Για τις σκέψεις της. Για την ιδεολογία της. Για τα πιστεύω της. Πάθος που διατράνωνε στις συζητήσεις με φόρα κοριτσίστικη. Ίσως με την αμυντική και επιθετική φόρα της ορφανής. Της απροστάτευτης. Που είναι έτοιμη να πολεμήσει, να γδαρθεί, ακόμη και να λαβωθεί για τα πιστεύω της. Άλλωστε αυτό ήταν που τη στήριξε. Την κράτησε μακριά από τον ολισθηρό ναρκισσισμό απέναντι στο θαυμασμό των άλλων. Την επανέφερε στην πραγματικότητα. Και πάντα την πονούσε. Αυτό. Η ορφάνια…