Η πρόσφατη παύση του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠ) με απόφαση της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λυδίας Κονιόρδου, καταρχάς, εμπλουτίζει με ειδήσεις πολιτικού ενδιαφέροντος, τούτες τις μέρες του ελληνικού Αυγούστου, διαψεύδοντας προσωρινά τη σχετική, κλασική πλέον ρήση του Ουμπέρτο Εκο. Η διάσταση ωστόσο, που αξίζει να αναδείξει κανείς στην ιστορία αυτή -πολύ περισσότερο από τους δύσκολους ενδοκυβερνητικούς συσχετισμούς και τις τραυματισμένες εσωκομματικές ισορροπίες-, είναι κυρίως ο ανέφικτος εκσυγχρονισμός ακόμη και των πιο νευραλγικών διοικητικών δομών της χώρας.
Η λειτουργία του ΤΑΠ διέπεται μέχρι και σήμερα από τον ιδρυτικό νόμο του Ταμείου, ο οποίος χρονολογείται ήδη από το μακρινό 1977. Πρόκειται δε για Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργού Πολιτισμού. Στο ΤΑΠ περιέρχονται μεταξύ άλλων, τα έσοδα από τα εισιτήρια εισόδου σε αρχαιολογικά μουσεία, χώρους και μνημεία, καθώς επίσης και τα έσοδα από εκδηλώσεις εντός αρχαίων θεάτρων ή άλλων αρχαιολογικών χώρων.
Το γεγονός ότι στο ΤΑΠ καταλήγει περίπου το σύνολο των εσόδων από τη διαχείριση των δημόσιων πολιτιστικών αγαθών, αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τον στρατηγικό ρόλο του οργανισμού στην πυραμίδα της δημόσιας διοίκησης. Συνεκτιμώντας δε τις τουριστικές αφίξεις που κατακλύζουν με γεωμετρική πρόοδο τη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η προσομοίωση του ΤΑΠ με «ατμομηχανή του πολιτισμού» είναι εύστοχη και ρεαλιστική. Με άλλα λόγια, ζητούμενο ενός υγιούς και εύρωστου Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε λιγότερο από την αναπτυξιακή και πολλαπλώς επωφελή σύζευξη του πολιτισμού με τον τουρισμό. Πολλώ δε μάλλον, που οι κοινοτοπίες περί θεώρησης του πολιτισμού ως εθνική βαριά βιομηχανία της Ελλάδας του 21ου αιώνα, αναπαράγονται ευρέως και αποτελούν σημείο σύγκλισης όλων όσοι ευαγγελίζονται τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας πολιτιστικής διοίκησης.
Δυστυχώς όμως, αντ’ αυτών, από τις δημόσιες τοποθετήσεις των εμπλεκόμενων στην υπόθεση της αποπομπής του ΔΣ του ΤΑΠ –τα δελτία Τύπου δηλαδή, του απελθόντος ΔΣ (εδώ), του υπουργείου Πολιτισμού (εδώ και εδώ) και της συνδικαλιστικής ένωσης των αρχαιοφυλάκων (Πανελλήνιας Ενωσης Υπαλλήλων Φύλαξης Αρχαιοτήτων, εδώ και εδώ) – προκύπτουν μεταξύ άλλων, αναπάντητα ερωτήματα τουλάχιστον για τα ακόλουθα:
Ενα από τα γεγονότα που πυροδότησαν την ένταση μεταξύ του ΔΣ του Ταμείου και των αρχαιοφυλάκων υπήρξε ο τρόπος καταβολής των δεδουλευμένων για υπερωριακή απασχόληση που πραγματοποιεί το φυλακτικό προσωπικό κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Εδώ λοιπόν μαθαίνουμε –όχι χωρίς έκπληξη, είναι αλήθεια– ότι μέχρι σήμερα, ενώ οι αρχαιοφύλακες δεν είναι υπάλληλοι του ΤΑΠ, η καταβολή των υπερωριακών δεδουλευμένων τους ωστόσο, πραγματοποιείται από αυτό, εν είδη… μεσάζοντος. Η διοίκηση του ΤΑΠ δηλώνει ότι το Ταμείο που μεταξύ άλλων, στερείται και … μηχανογραφικού λογιστικού συστήματος, αδυνατεί να διασταυρώσει την ακρίβεια των στοιχείων και τελικώς, πληρώνει αποκλειστικά με βάση τις διαβιβασθείσες από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων καταστάσεις. Συνεπώς, στο σχέδιο του νέου οργανισμού του ΤΑΠ που ουδέποτε ολοκληρώθηκε, ορθώς προβλέπεται η υπαγωγή της διαδικασίας αυτής στις γενικές διατάξεις του δημοσίου λογιστικού, κατά το ενιαίο σύστημα που τηρεί το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την υπερωριακή απασχόληση όλων όσοι υπάγονται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (γιατροί, πυροσβέστες, λοιπά σώματα ασφαλείας, προφανώς και αρχαιοφύλακες). Οι αρχαιοφύλακες ωστόσο, επιμένουν στην… ευελιξία που παρέχει το ισχύον σύστημα, όσο κι αν η διοίκηση του Ταμείου και οι γενικώς ισχύουσες αρχές περί δημοσίου λογιστικού, δεν το θεωρούν αξιόπιστο.
Και ευλόγως αναρωτιέται κανείς, με όρους εργασιακής ηθικής: για ποιο λόγο έχει σημασία ο φορέας που πληρώνει και όχι καθαυτή η απόδοση των οφειλόμενων στους δικαιούχους; Επίσης, τι είναι αυτό που πρέπει να διαφοροποιεί τους αρχαιοφύλακες σε σχέση με τους λοιπούς εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα της χώρας; Ομοίως: είναι ποτέ δυνατόν, η… προτίμηση υπέρ συγκεκριμένου φορέα καταβολής των δεδουλευμένων υπερωριών να αποτελεί αιτούμενο απεργιακών κινητοποιήσεων που οδηγούν σε αποκλεισμό της Ακρόπολης και των λοιπών αρχαιολογικών χώρων;
Ετερο ενδιαφέρον, όσο και ανορθόδοξο σημείο τριβής μεταξύ της απελθούσας διοίκησης του Ταμείου και των αρχαιοφυλάκων: το μείζον ζήτημα υποστελέχωσης των πωλητηρίων σε αρχαιολογικούς χώρους συνδέεται σύμφωνα με δηλώσεις της τέως προέδρου, Ασπασίας Λούβη και παλαιότερες ανακοινώσεις του ΤΑΠ (εδώ), στην άρνηση των φυλάκων να ασκούν παράλληλα και χρέη πωλητών, εφόσον μέχρι σήμερα, παραμένει ανεκπλήρωτο το αίτημά τους να λαμβάνουν ποσοστό 12% επί των πωλητέων, όπως συνέβαινε πριν από την εισαγωγή του ενιαίου μισθολογίου το 2011, οπότε και το ποσοστό αυτό καταργήθηκε.
Εν προκειμένω, δεν είναι μόνο η ανοίκεια, αν όχι αδιανόητη σύνδεση της αμοιβής υπαλλήλων του δημόσιου τομέα με ποσοστό επί της πώλησης προϊόντων που προέρχονται από τη διαχείριση δημόσιων πολιτιστικών αγαθών. Ακόμη περισσότερο μελαγχολεί κανείς, όταν συνειδητοποιεί ότι σε έναν οργανισμό που λειτουργεί σαράντα ολόκληρα χρόνια, δεν υπάρχει ακόμη περίγραμμα θέσεων και περιγραφή καθηκόντων ανά ειδικότητα. Αποτέλεσμα: εργαζόμενοι οι οποίοι αμείβονται από τον κρατικό προϋπολογισμό να ερίζουν με τη διοίκηση για το περιεχόμενο των εργασιακών τους υποχρεώσεων και οι τελευταίες να αποτελούν αντικείμενο… ελαστικής διαπραγμάτευσης, με ποσοστά επί των πωλήσεων! Δύσκολα μπορεί πάντως να αποδοθεί στην τύχη η πείσμονα άρνηση του ΤΑΠ όλα τα προηγούμενα χρόνια, να συντηρεί έναν παρωχημένο και ανεπαρκή νομοθετικό οργανισμό λειτουργίας. Κι όλα αυτά, ενώ η χώρα διέρχεται τη σφοδρότερη δημοσιονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών…
Η συνεχόμενη τούτη κακοδαιμονία που ταλανίζει το ΤΑΠ δρα αποπροσανατολιστικά και υπονομεύει την αποστολή του, ενώ παράλληλα κατασπαταλά το πολύτιμο διαχειριστικό του κεφάλαιο. Εντελώς ενδεικτικά: τα πωλητήρια των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων θα έπρεπε να υπερχειλίζουν από υψηλής αισθητικής πωλητέα, εμπνευσμένα από την αρχαία και τη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Ομοίως και οι αναψυκτηριακοί χώροι εστίασης εντός των μουσείων και των μνημείων οφείλουν να αποτελούν αισθητικά υποδείγματα αναψυχής και ανεφοδιασμού, αξιοποιώντας το μοναδικό πλεονέκτημα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, με την οποία τους προικίζει το ίδιο το μνημείο. Αντ’ αυτών, τις περισσότερες φορές, ο κανόνας παραπέμπει σε αισθητική κατώτερη ακόμη και από αυτή των ταχυφαγείων που συναντά κανείς στον πολεοδομικό ιστό της μέσης ελληνικής επαρχίας.
Ετερη παράπλευρη απώλεια του εσωστρεφούς και αναχρονιστικού προσανατολισμού του Ταμείου, για δεκαετίες: ανεπίτρεπτες χρονικές ανακολουθίες ως προς την καταβολή αποζημιώσεων που οφείλει το ΤΑΠ στους δικαιούχους από απαλλοτριώσεις για ανασκαφές ή αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων. Και μάλιστα, ενώ υπάρχει σωρεία καταδικαστικών αποφάσεων από το ευρωπαϊκό δικαστήριο του Στρασβούργου για αποστέρηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, χωρίς την καταβολή νόμιμης αποζημίωσης.
Κι ενώ στη γερασμένη κοινωνία μας δυστυχώς, η δύναμη της αδράνειας είναι κατά κανόνα ανίκητη, καθώς τροφοδοτείται από επιμέρους συσχετισμούς ωφελούμενων δυνάμεων και αυτοάνοσες παθογένειες, στην περίπτωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, τα τελευταία δυόμισι περίπου χρόνια, φαίνεται να συνέπεσε η εξυγιαντική βούληση δύο υπουργών Πολιτισμού με τη βούληση ενός διοικητικού συμβουλίου εμφορούμενου από τις αρχές του κοινού νου και του ορθού λόγου. Είναι κρίμα που η πορεία αυτή ανακόπηκε βίαια, αναιτιολόγητα, καθ’ υπέρβαση κάθε δικαιοκρατικής αρχής… Είναι κρίμα κυρίως, για το δημόσιο συμφέρον και ειδικότερα για τη διαχείριση των δημόσιων πολιτιστικών αγαθών τόσο ως δημόσιων προσόδων, όσο και ως διακριτής εθνικής ταυτότητας…
* Η Κατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος – μέλος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών. Διατέλεσε νομική σύμβουλος στο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού την περίοδο 2015 – 2016.