Πρωτότυπο ακυρωτικό μηχάνημα... | Κοσμάς Βίδος
Απόψεις

Γιατί τόσο μίσος στους τοίχους μας;

Η ασχήμια συνηθίζεται, το γκράφιτι ακόμα και στις πιο άτεχνες εκδοχές του έχει πλέον το άλλοθι της τέχνης. Τα συνθήματα όμως του μίσους δεν είναι γκράφιτι, δεν είναι τέχνη, ούτε καν street art. Ακόμα και αν δεν μας τρομάζουν, δεν παύουν να αποτελούν δείγματα της ποιότητας της κοινωνίας που μας φιλοξενεί
Κοσμάς Βίδος

Ως γνωστόν, κάποτε «ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία / κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά / ήταν μια λέξη μοναχά, Ελευθερία…». Στο τραγούδι του Μάνου Λοΐζου και της Κωστούλας Μητροπούλου που πρωτοακούστηκε το 1964 το παράνομα γραμμένο σύνθημα είναι μια λέξη με θετικό πρόσημο, μια έννοια που ενώνει τον λαό. Σήμερα ο δρόμος εξακολουθεί να είναι γεμάτος συνθήματα και ζωγραφιές, με το φαινόμενο να βρίσκεται σε έξαρση. Μόνο που αυτά που τώρα διαβάζουμε σπανίως έχουν χαρακτήρα ενωτικό και φιλειρηνικό. Οι τοίχοι της πόλης, γεμάτοι βρισιές και προτροπές για άνομες και βίαιες συμπεριφορές, αποτελούν επιμέρους τελάρα μίας υπαίθριας πινακοθήκης αφιερωμένης στο ταξικό ή μάλλον στο τοξικό μίσος. Στο μίσος προς οποιονδήποτε δεν συμφωνεί με τους συντάκτες του επιτοίχιου υβρεολογίου.

Παιδαγωγική διαδικασία…

Σύμφωνα με ένα σύνθημα από εκείνα που κατά διαστήματα έχουν αναπαραχθεί στις γειτονιές της Αθήνας «Οι τοίχοι μιλούν πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους». Και αν δεν μιλούν, σίγουρα έχουν γίνει ιδανικός καμβάς έκφρασης. Το γιατί οι άνθρωποι επέλεξαν αυτό τον τρόπο για να εκφράσουν ακόμα και τις πιο σκοτεινές πλευρές του εαυτού τους χωράει συζήτηση. Είναι κάτι που έχει ως φαίνεται τις ρίζες του στην παιδική μας ηλικία, όταν πολλοί από εμάς μια ωραία μέρα έπιασαν τα χρώματά τους και μετέτρεψαν το σαλόνι της μαμάς σε Tate Modern. Τότε τις φάγαμε, όμως το χόμπι το συνεχίσαμε και ως μαθητές, για να εξομολογηθούμε εγγράφως στους τοίχους του σχολείου μας «Αννα σε αγαπώ» ή (σε περίπτωση που η εφηβική λίμπιντό μας δεν είχε ακόμα ξυπνήσει) «ΠΑΟ σ’ αγαπώ». Ορισμένοι το κόψαμε εκεί. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που το συνέχισαν, αν κρίνω από την εικόνα που παρουσιάζει η πόλη.

Καλή πρόοδο και καλή τύχη…

Ο τοίχος είναι λοιπόν μία κάποια λύση για να εκφραστείς. Η εύκολη λύση για να μεταδόσεις ένα μήνυμα, για να ακουστεί η φωνή σου μέσα στη φασαριόζικη πόλη. Στην νεοελληνική κουλτούρα με τις τόσες και τόσες στρεβλώσεις μάθαμε να θεωρούμε κάθε ντουβάρι ως εργαλείο (και πολιτικής) αντίστασης. Επιπλέον, το να γράφεις συνθήματα είναι και τρόπος για να ξεσπάσεις τις εντάσεις σου, σε μια χώρα που τέτοιοι βανδαλισμοί μένουν τις περισσότερες φορές ατιμώρητοι. Όμως, τα μηνύματα που παίρνουμε διαβάζοντας τους τοίχους στις γειτονιές της Αθήνας, αναρχικά, αντιεξουσιαστικά, ρατσιστικά ή απλώς χυδαία, δεν έρχονται μόνο για να βρωμίζουν μια ήδη επιβαρημένη πόλη, αλλά για να ενοχλήσουν, ακόμα και να τρομάξουν με την ωμότητα και την επιθετικότητά τους.

Τα τρία «Ψι»…

Το all times classic «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» μοιάζει ανώδυνο διακοσμητικό σε τοίχο νηπιαγωγείου, σε σχέση με τα άλλα συνθήματα που φύονται στις προσόψεις των σπιτιών μας (οι… καλλιτέχνες δρόμου έχουν ιδιαίτερη προτίμηση στις φρεσκομπογιαντισμένες) από Κολωνάκι ως Αιγάλεω και από Ίλιον ως Γλυφάδα: Οι λέξεις ψόφος, μίσος, κρεμάλα, λιντσάρισμα, θάνατος, σφαγή, κάψτε, σκοτώστε κλπ. επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά μέσα από δεκάδες προτροπές για πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη, στους μετανάστες, στην κυβέρνηση, στη Δημοκρατία, στον Πολιτισμό.

Εδώδιμον συνθηματολογικόν…

Παρόμοιο μίσος είχε εκδηλωθεί δύο χρόνια πριν, όταν κουκουλοφόροι είχαν γράψει στον τοίχο δίπλα στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη  «Να καεί το Κοινοβούλιο, να καεί το κράτος, να μπει μπουρλότο σε όλες τις φυλακές» και «Πόλεμος στη Δημοκρατία». Στο ίδιο μοτίβο σήμερα, διάφοροι δημοκράτες του γλυκού νερού -πόσο δημοκράτης είσαι όταν δεν σέβεσαι την δημόσια και την ιδιωτική περιουσία;- υπόσχονται σε όσους βρίσκονται απέναντί τους μαρτυρικό θάνατο. Από κοντά και εκείνοι που αυτοχαρακτηρίζονται αναρχικοί. Ομάδες φεμινιστριών (;) απειλούν με ευνουχισμό κάθε άντρα που θα σκεφτεί βρώμικα, υπέρμαχοι των δικαιωμάτων των τρανς απειλούν τους στρέιτ με τις πιο διεστραμμένες τιμωρίες που μπορεί να χωρέσει ανθρώπου νους, ζωόφιλοι απειλούν πως θα μας γδάρουν αν ξαναφορέσουμε γούνινο γιακά… Και οι Χρυσαυγίτες  επιστρατεύουν κάθε βρισιά που υπάρχει για να στολίσουν τους μετανάστες.

All time classic…

Περπατώ στο κέντρο της Αθήνας και διαβάζω: «Το μίσος μεγαλώνει», «Πόλη που καίγεται λουλούδι που ανθίζει» «Φωτιά στα θεμέλια του πολιτισμού», «Ξύλο στους ελεγκτές», «Εξω από τα σχολεία οι αλλοδαποί», «Φωτιά στην κοινωνία του θεάματος», «Τσακίστε τα αφεντικά», «Πόλεμο σε κράτος και σε αφεντικά», «Σπάστε, κάψτε, διασκεδάστε», «Λιντσάρισμα στους υπαλλήλους της ΣΔΟΕ», «Σφαγή στους αλλοδαπούς», «Εβραίοι κουφάλες έρχονται κρεμάλες», «Το τελευταίο δέντρο κρατήστε το για να κρεμαστείτε»,«Αγάπη μου είσαι όμορφη σαν τράπεζα που καίγεται», «Μην σκοτώνετε τα κουνούπια, άλλοι σας πίνουν το αίμα», «Fuck the police», «Η μάνα του Στάλιν είναι έγκυος ξανά», «Από την Ελλάδα μέχρι τη Χιλή όρθια να μην μείνει καμία φυλακή»… Το φαινόμενο δεν αφορά, βεβαίως, μόνο την Ελλάδα, π.χ. προ μηνών οι τοίχοι σχολείου της Κύπρου γέμισαν με υβριστικά συνθήματα για τους καθηγητές. Το περιστατικό πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Πέρσι στη Μαγιόρκα εμφανίστηκαν, μεσούσης της τουριστικής περιόδου, συνθήματα που έδιωχναν τους τουρίστες. Οι δήμοι σε μεγαλουπόλεις όπως το Λονδίνο και το Παρίσι καλούνται συχνά να σβήσουν εμπρηστικά και ρατσιστικά τσιτάτα που εμφανίζονται στις πιο κεντρικές περιοχές.

Καθημερινό, συγκρουσιακό, σημειολογικό…

Μέσα σε αυτό το δυσοίωνο και τοξικό περιβάλλον καλούμαστε και εμείς να ζήσουμε και να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Η ασχήμια ως φαίνεται συνηθίζεται, το γκράφιτι ακόμα και στις πιο άτεχνες εκδοχές του έχει πλέον το άλλοθι της τέχνης. Τα συνθήματα όμως του μίσους δεν είναι γκράφιτι, δεν είναι τέχνη, ούτε καν «τέχνη του δρόμου» (street art). Ακόμα και αν δεν μας τρομάζουν, ακόμα και αν τα βλέπουμε περισσότερο σαν γραφικές εξάρσεις ψευτοεπαναστατικότητας, σαν ένα παιχνίδι κακού γούστου, σαν φάρσες ανόητων παρά ως προειδοποίηση για κάτι κακό που μπορεί να εκκολάπτεται, δεν παύουν ως τρόπος έκφρασης ανθρώπων που ζουν δίπλα μας, να αποτελούν δείγματα της ποιότητας της κοινωνίας που μας φιλοξενεί.