Η Βενετία είναι μια πόλη που υποδέχεται 23 εκατομμύρια τουρίστες το χρόνο. Το μέγεθος είναι εντυπωσιακό, αν αναλογιστούμε ότι ολόκληρη η Ελλάδα υποδέχθηκε 27 περίπου εκατομμύρια το 2016. Στην Βενετία σήμερα έχουν απομείνει 58.000 κάτοικοι, κυρίως τρίτης ηλικίας, που κυριολεκτικά «φυλάνε Θερμοπύλες». Η κατανάλωση προσαρμόζεται στο μαζικό τουρισμό, ο δημόσιος χώρος χάνεται, οι ντόπιοι εκτοπίζονται στην ενδοχώρα, εμβληματικά δημόσια κτίρια γίνονται ξενοδοχεία. Δουλειές της προκοπής δεν υπάρχουν γιατί «τα παιδιά μας δεν θέλουν να πουλάνε σουβενίρ» ή να γίνουν γονδολιέρηδες, όπως λένε οι κάτοικοι.
Οι ίδιοι πουλάνε τα ακίνητά τους, που λόγω παλαιότητας και των καναλιών έχουν υψηλά κόστη συντήρησης, σε μεσιτικές εταιρείες. Υπολογίζεται ότι το 2030 δεν θα μένει κανείς μόνιμος κάτοικος στη Βενετία. Ο τουρισμός θα έχει νικήσει ολοκληρωτικά. Αυτά και άλλα μάθαμε παρακολουθώντας το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ του Αντρέας Πίτσλερ (Andreas Pichler) «Το Σύνδρομο της Βενετίας», που προβλήθηκε πρόσφατα στην Αθήνα.
Αντίστοιχο πρόβλημα έχει και η Βαρκελώνη: 32 εκατομμύρια τουρίστες το χρόνο είναι αρκετοί για να εξοργίσουν το ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους, ιδιαίτερα όταν τα ακίνητα ακριβαίνουν και οι εργαζόμενοι στην εστίαση και στον τουρισμό αμείβονται τα μισά περίπου από τους λοιπούς κλάδους. Τον περασμένο χειμώνα η δήμαρχος έβαλε πλαφόν στον αριθμό των ενοικιαζόμενων δωματίων που θα ισχύσει από το 2019. Απέναντί της βρήκε τους ξενοδόχους. Παρόμοια μέτρα εξετάζονται σε πόλεις όπως το Αμστερνταμ και το Βερολίνο, όπου οι τιμές των ακινήτων στο κέντρο εκτινάσσονται, ενώ η τάση έχει γίνει εμφανής και στην Αθήνα, αφού χιλιάδες διαμερίσματα έχουν μετατραπεί σε καταλύματα του Airbnb. Γνωστοί μας προορισμοί, όπως η Σαντορίνη, σκέπτονται να μεταφέρουν την τουριστική σεζόν και στους υπόλοιπους μήνες για να αποφύγουν τον κοσμοκατακλυσμό του καλοκαιριού.
Και πού είναι το πρόβλημα, θα πει κάποιος; Ήδη τα στοιχεία του φετινού Μαΐου μας «λένε» ότι επτά από τις δέκα νέες θέσεις εργασίας προήλθαν από τον τουριστικό κλάδο. Ναι, αλλά τι δουλειές; Κυρίως εποχικές, χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλού κόστους. Όσοι έχουν πτυχία και προσόντα, δύσκολα θα δουλέψουν σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και μπαρ. Όταν μια γενιά Ελληνόπουλων μεγάλωσε για να γίνει στέλεχος επιχείρησης και ελεύθερος επαγγελματίας, γιατί να συμβιβαστεί με τα τουριστικά επαγγέλματα; Κάποιοι φεύγουν, κάποιοι κάνουν την καρδιά τους πέτρα. Αλλά λίγοι θα θέλουν να κάνουν καριέρα σε μια Ταϊλάνδη του ευρωπαϊκού νότου.
Oμως αυτό είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα, θα ακούσετε να λέει βαρύγδουπα κάποιος υπουργός Τουρισμού. Σωστό, αλλά και η Βενετία συγκριτικό πλεονέκτημα είχε. Τι άλλο όμως μπορεί να προσφέρει; Σε μια παγκόσμια αγορά, όπου οι αλυσίδες αξίας μετακινούνται ραγδαία, χρειάζεται διαφοροποίηση και ποικιλία, όχι εξειδίκευση. Η εξειδίκευση είναι ωφέλιμη σε ατομικό επίπεδο. Για παράδειγμα, είναι καλό σε μια πόλη να έχεις και γιατρούς και δικηγόρους και μηχανικούς. Μια πόλη που έχει πολλά εξειδικευμένα όμως επαγγέλματα, μπορεί να διαφοροποιείται, γιατί η οικονομία της μπορεί να παράγει ποικιλία προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι σαν να έχεις εναλλακτικό σχέδιο, όταν κάτι δεν πάει καλά. Οι διαφορετικοί κλάδοι μπορούν να συνεργάζονται και να γεννούν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, ώστε να εξάγουν με επιτυχία αλλά και να προστατεύουν την εθνική ή ντόπια οικονομία στο σενάριο μιας απρόσμενης τουριστικής κρίσης, όπως μια εμπόλεμη σύρραξη στην περιοχή, ένα απρόσμενο μεταναστευτικό ρεύμα ή πλημμυρισμένα κανάλια λόγω κλιματικής αλλαγής.
Στα μέρη μας, μετά από εφτά χρόνια φλυαρίας για το «εθνικό αναπτυξιακό μας σχέδιο», η ανάπτυξη έχει αφεθεί στον αυτόματο πιλότο. Το πολιτικό σύστημα επαναπαύεται στον τουρισμό ή καλύτερα στην αύξηση του αριθμού των επισκεπτών. Οι οργανωμένοι φορείς κάνουν φιλότιμες προσπάθειες, αλλά μόνοι τους. Ενώ σε μια οικονομία που θέλει να σταθεί διεθνώς, ο τουρισμός θα έπρεπε να εξελίσσεται μαζί με μια ανθεκτική και έξυπνη πραγματική οικονομία: στην αγροτική καλλιέργεια, στην κτηνοτροφία, στην διαχείριση των απορριμμάτων και των υδάτων, στην ανάδειξη των μνημείων, στο design, στον πολιτισμό, στο μάρκετινγκ, στο branding, στην αυτοματοποίηση, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στη γαστρονομία και μέσω αυτών στις υποδομές, στις ήπιες περιβαλλοντικά παρεμβάσεις και στις αστικές αναπλάσεις. Όλα αυτά θα δώσουν πνοή και στον τουρισμό, αλλά ταυτόχρονα θα αλλάξουν τη χώρα, θα την κάνουν βιώσιμη, παραγωγική, περισσότερο ευτυχισμένη και δημιουργική και όχι μια αφόρητη Disneyland για selfies. Θα φέρουν πίσω νέους και νέες που θέλουν να γίνουν στελέχη επιχειρήσεων, επιχειρηματίες ή απλά θέλουν μια καλή δουλειά που ανταμείβει τις γνώσεις τους.
Για να επισημάνουν την αποτυχία μιας χώρας να αναπτυχθεί επειδή επενδύει μόνο σε έναν ή λίγους κλάδους της οικονομίας της, οι ειδικοί έχουν εφεύρει τον όρο «ολλανδική ασθένεια». Η ιστορία πάει πίσω στο 1959, όταν οι Ολλανδοί ανακάλυψαν κοιτάσματα φυσικού αερίου, όμως μέσα σε μια δεκαετία η οικονομία τους γνώρισε μια επώδυνη ύφεση. Ακόμη χειρότερη όμως, σε μια ανταγωνιστική παγκοσμιοποιημένη αγορά, είναι η αυταπάτη του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Ας θυμόμαστε λοιπόν τη Βενετία κάθε χρονιά που κάποιοι θα μιλάνε για τη «βαριά μας βιομηχανία» ή ότι σαν την Ελλάδα (…τη Μύκονο, τη Σαντορίνη, τη Χαλκιδική κλπ) «δεν έχει».
* Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι ειδικός σε θέματα δημόσιας καινοτομίας, επικεφαλής της κίνησης «Μπροστά», συνιδρυτής του Vouliwatch